Θέμα 2ης Γραπτής εργασίας.
Έχετε μελετήσει πλέον τα κεφάλαια 1 - 7 του Εγχειριδίου Μελέτης μαζί με το παράλληλο Κείμενο 2, όπου εξετάζονται οι μεταβολές της γεωγραφίας και του υλικού πολιτισμού της Ευρώπης από το 2ο μέχρι και το 15ο μ.Χ. αιώνα. Στην εργασία αυτή σας ζητείται να σχολιάσετε τεκμηριωμένα και κριτικά το ακόλουθο παράθεμα (Pounds, 2001, τ. 1, σ. 161.):
"Η αστική τάση της μεσαιωνικής περιόδου διέφερε θεμελιωδώς από την κλασική περίοδο. Στην αρχαιότητα η πόλη αποτελούσε το επίκεντρο της αστικής περιοχής - την civitas ή πόλιν - με την οποία συνδεόταν στενά. Ο πολίτης ήταν ελεύθερος να ζήσει είτε στο κέντρο είτε στην ευρύτερη περιοχή και να κινήται ανάμεσά τους. Το αστικό κέντρο ήταν το διοικητικό και πολιτιστικό κέντρο, δεν ήταν όμως ένα μέρος που διεξάγονταν βιοτεχνικές και εμπορικές δραστηριότητες. Η μεσαιωνική πόλη ήταν διαφορετική."
Σε ποια σημεία λοιπόν διέφερε η μεσαιωνική πόλη, από άποψη (α) σχέσεών της με την ύπαιθρο, (β) ρόλου και λειτουργιών, (γ) τυπολογίας κατά περιοχή της Ευρώπης; Για την ανάλυση των ερωτημάτων αυτών, επιλέξτε συγκεκριμένους τύπους πόλεων σε διάφορες περιφέρειες της Ευρώπης για να δείξετε την αλληλεξάρτηση ανάμεσα στους οικονομικούς, θρησκευτικούς, πολιτικούς και φυσικούς παράγοντες που οδήγησαν στη συγκρότηση της μεσαιωνικής πόλης και στη διαμόρφωση των σχέσεων με την ύπαιθρο.
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ.
Σκοπός αυτής της εργασίας είναι η ανάδειξη των μεσαιωνικών πόλεων, μέσα από τo ρόλο των οποίων διαδραματίζουν και τη σχέση τους με την ύπαιθρο καθώς και τις διάφορες λειτουργίες που απορρέουν από αυτόν το ρόλο. Σε πρώτη φάση θα αναφερθώ, συνοπτικά, στην πορεία που ακολούθησε η αστική ανάπτυξη από την κλασική περίοδο στον πρώιμο μεσαίωνα για να καταλήξει στη μεγάλη ανάπτυξη του κλασικού μεσαίωνα. Ακολούθως θα σκιαγραφήσω το πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι που ακολούθησε την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έως και τον κλασικό μεσαίωνα.
Στο δεύτερο μέρος θα προχωρήσω στην ανάλυση των ερωτημάτων, που τίθενται στην εκφώνηση της εργασίας, αναφορικά με τα σημεία στα οποία διέφερε η Μεσαιωνική πόλη και η περίοδος στην οποία θα επικεντρωθεί αυτή η ανάλυση είναι μεταξύ 11ου και 13ου αιώνα.
2. ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ.
Στη διάρκεια της ιστορίας οι πόλεις είχαν στοιχεία, διαστάσεις, μορφή και χαρακτηριστικά διαφορετικά, ανάλογα με την περίοδο, τη γεωγραφική θέση και τις κοινωνίες που τις δημιούργησαν. Η ανάγκη του ανθρώπου για δημιουργία και επικοινωνία τον οδήγησε από την αρχαιότητα στην οικιστική εγκατάσταση.
Οι Αρχαίες Πόλεις.
Η πρώτη αναφορά στις πόλεις βρίσκεται στα πρώτα γραπτά κείμενα των Σουμέριων και η γέννηση της ανάγεται στην Μεσοποταμία 3000 χρόνια π.χ. Ο χώρος περιφράζετε, διαχωρίζεται από την ύπαιθρο και περιλαμβάνει θρησκευτικά, διοικητικά και ιδιωτικά κτίρια εξίσου περιφραγμένα κατά ξεχωριστό τρόπο. Στην ευρωπαϊκή ήπειρο η εμφάνιση της πόλης συναντάται στην Αρχαία Ελλάδα και είναι το αποτέλεσμα της ένωσης πολλών χωριών.(Benevolo, 1997, σ. 24 - 26.)
Οι Αρχαίοι Έλληνες προσδίδουν στην πόλη μια μεγαλοπρέπεια με τα επιβλητικά δημόσια κτίρια και την τέλεια αρχιτεκτονική. Είναι κατά βάση αγροτική στις οποίες κατοικούν οι άνθρωποι που δουλεύουν στην ύπαιθρο, τα όργανα εξουσίας και οι τεχνίτες της εποχής. Έντονη είναι, στις πόλεις η χροιά της πολιτιστικής δημιουργίας, με τις διάφορες πολιτιστικές δραστηριότητες που έχουν ως σκοπό να διασκεδάζουν και να εκπαιδεύσουν τους πολίτες. Η πόλη απλώνεται και καταλαμβάνει περισσότερο χώρο «κατεβαίνοντας» όλο και πιο κάτω προς την ύπαιθρο, πλαισιώνεται από τείχη για την αμυντική της οργάνωση και είχε τη λειτουργία ανεξάρτητου και αυτάρκους πολιτικού κέντρου, που κυβερνούταν με αυτόνομο τρόπο, είναι η γνωστή σε όλους μας πόλη – κράτος.(Pounds, 2001, σσ. 48 - 56.)
Η Ρωμαϊκή περίοδος.
Η επόμενη μεγάλη αστική ανάπτυξη εμφανίζεται με την πτώση της Μακεδονικής κυριαρχίας, στην Ελλάδα και τον κόσμο, και τη δημιουργία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Από την πόλη – κράτος της ρώμης στην πολις – civitas της Αυτοκρατορίας. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή οι πόλεις ήταν στενά συνδεμένες με το κέντρο εξουσίας, την πρωτεύουσα, την πόλη της Ρώμης. Προσέδιδαν μεγάλη σημασία, όπως και στις ελληνικές πόλεις, στα δημόσια κτίρια τα οποία συντηρούσαν οι πολίτες. Οι πόλεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν, κυρίως, στρατιωτικά και οχυρωματικά κέντρα με δυο κεντρικούς δρόμους, στη διασταύρωση των οποίων βρισκόταν η ρωμαϊκή αγορά. Υπήρχαν πόλεις με οικονομική λειτουργία, εμπορικές, κατασκευασμένες σε κομβικά σημεία που εξυπηρετούσαν το εμπόριο σε μακρινές περιοχές, όπως το Λονδίνο, και άλλες που εξυπηρετούσαν το τοπικό εμπόριο. Με την είσοδο του χριστιανισμού στην αυτοκρατορία και την αναγνώριση ως επίσημης θρησκείας πολλές πόλεις θα μετατραπούν σε επισκοπικά κέντρα, μετά τον 3ο αιώνα μ.Χ.. Με την πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και την απώλεια μιας κεντρικής εξουσίας ελέγχου οι πόλεις έχασαν τη σπουδαιότητά τους και πολλές εγκαταλείφθηκαν. Η κάθοδος των βαρβαρικών φυλών και οι λεηλασίες τους επιτάχυναν ακόμη περισσότερη αυτή την παρακμή. (Pounds, 2001, σσ. 77-80.)
3. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΑΠΟ ΤΟΝ 2Ο ΕΩΣ ΤΟΝ 10ο ΑΙΩΝΑ.
Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία έφτασε στο ζενίθ της πολιτικής και οικονομικό-κοινωνικής της εξουσίας στον κόσμο, το 2ο αιώνα μ.Χ.. Μια σειρά όμως από αποτυχημένες και συνεχείς εναλλαγές αυτοκρατόρων καθώς και η μεγάλη έκταση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και τα τεράστια ποσά που απαιτούνταν για την συντήρηση και φύλαξη των συνόρων τις οδήγησε στην οικονομική κατάρρευση, στην παρακμή του εμπορίου και των αστικών κέντρων και στον κοινωνικό μαρασμό με άμεσο αποτέλεσμα την πτώση του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας το 476 μ.Χ..
Λόγω της αχανούς έκτασής της, η αυτοκρατορία, αρχικά, χωρίστηκε σε 4 μέρη και αργότερα πήρε την οριστική της μορφή σε δύο τμήματα: την ανατολική αυτοκρατορία με έδρα την Κωνσταντινούπολη, και τη δυτική αυτοκρατορία με έδρα τη Ρώμη. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το δυτικό τμήμα, διαλύεται με τις εισβολές των βαρβαρικών φύλλων και των Αράβων. Οι εισβολές οδήγησαν στη θέσπιση έκτακτων οικονομικών μέτρων για την επάνδρωση του στρατεύματος με αποτέλεσμα την εγκατάλειψη της υπαίθρου από τον αγροτικό κόσμο. Η παρακμή της υπαίθρου και οι εισβολές οδήγησαν στη μείωση του πληθυσμού.
Μέσα στο κλίμα αναρχίας, που ακολούθησε την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι πόλεις οδηγήθηκαν στην εγκατάλειψη και την παρακμή. Κάποιες καταστράφηκαν ολοσχερώς, άλλες χρησιμοποιήθηκαν ως έδρες των νέων γερμανικών βασιλείων.
Η Ευρώπη τον 9ο αιώνα.
Στην Ευρώπη του 9ου αιώνα κυριαρχούν δύο μεγάλες δυνάμεις: στην Ανατολική Ευρώπη δεσπόζει η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και στη Δυτική Ευρώπη τη θέση της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας παίρνει η Καρολίγγεια αυτοκρατορία των φράγκων. Η Καρολίγγεια Αυτοκρατορία είναι, θα λέγαμε, μόνο ένα " διάλλειμα" μεταξύ δύο μεγάλων βαρβαρικών μεταναστεύσεων και πολεμικών συρράξεων. Σ΄ αυτή την περίοδο ξεκινάει μια υποτυπώδης διαδικασία άσκησης κρατικής διοίκησης, που βασίζεται στην αγροτική οικονομία, και γι’ αυτό η πόλη δεν έχει αντίστοιχη ανάπτυξη με την ύπαιθρο αλλά περιορίζεται στο κάστρο του φεουδάρχη – γαιοκτήμονα με ελάχιστες εξαιρέσεις.(Λεοντίδου, 2001, σσ. 121 - 122.)
Αντίθετα η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε μεγάλες πόλεις που ήταν κέντρα εμπορικής, οικονομικής και πολιτιστικής δραστηριότητας με ισχυρή κεντρική και περιφερειακή διοίκηση, μονοπώλιο και οργανωμένο εμπόριο, με εισαγωγές και εξαγωγές, ελεγχόμενες από το κράτος. Σημαντικό ρόλο παίζει η εκκλησία που εξασφάλιζε, με την επιρροή της, την ενότητα των υπηκόων της αυτοκρατορίας το κέντρο της οποίας αποτελούσε η Κωνσταντινούπολη.(Runsiman, 1993, σσ. 200 - 206.)
4. Η ΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΝ 11-13ο ΑΙΩΝΑ.
Από τον 9ο έως και τον 14ο αιώνα επιτελείται μια μεγάλη αστική ανάπτυξη η οποία θα αλλάξει οριστικά την μορφή και τις λειτουργίες της πόλης. Την ανάπτυξη των πόλεων ευνοούν διάφορες καταστάσεις και συνθήκες όπως ο τερματισμός των εισβολών, οι τελευταίες πραγματοποιηθήκαν τον 9ο και 10ο αιώνα από τους Σκανδιναβούς, η αύξηση του πληθυσμού η οποία συνοδεύτηκε από οικονομική ανάπτυξη και αναγέννηση της εμπορικής δραστηριότητας.
Η σημασία και ο ρόλος των πόλεων αλλάζει, από διοικητικά και πολιτιστικά κέντρα μετεξελίσσονται σε εμπορικά και οικονομικά κέντρα.(Γαγανάκης, 1999, σ. 53.) Είναι η περίοδος που ακμάζει το πολιτικό και οικονομικό σύστημα της φεουδαρχίας, το οποίο ελέγχει, θα λέγαμε, απόλυτα τη ζωή στην ύπαιθρο με αποτέλεσμα η εξουσία των πόλεων να περιορίζεται εντός των ορίων της.
Η πόλη την περίοδο του Μεσαίωνα αλλάζει, σε σχέση με την πόλη της κλασικής περιόδου, και σε μέγεθος και σε σχήμα, αλλάζει η μορφή και ο ρόλος της, αλλά και η σχέση της με την ύπαιθρο. Ο ρόλος της μεσαιωνικής πόλης περιορίζεται μέσα στα τείχη της εν αντιθέσει με την πόλη της κλασικής περιόδου, την «ανοικτή πόλη», που περιλαμβάνει και την ύπαιθρο με τους κατοίκους της.
Οι λόγοι που οδηγούν στην ανάπτυξη των πόλεων, που φτάνει στο απόγειο της στα μέσα του Μεσαίωνα, είναι κυρίως οικονομικοί. Το τέλος των βαρβαρικών εισβολών, η ανάπτυξη του εμπορίου και η αύξηση των εμπορικών συναλλαγών, με την ταυτόχρονη εγκατάσταση των εμπόρων στην πόλη, η εκδίωξη των μουσουλμάνων Αράβων από την Μεσόγειο, που ευνοεί την εμπορική δραστηριότητα των ιταλικών πόλεων, αλλά και η μετανάστευση του πλεονάζοντος πληθυσμού από την ύπαιθρο στην πόλη είναι οι κυριότεροι λόγοι που οδηγούν στην ανάπτυξη των πόλεων.(Berstein, 1997, σσ. 151 - 152.)
Σύμφωνα με τον Pounds έχουμε τη διάκριση της Ευρώπης σε τρεις γεωγραφικές ζώνες : τη νότια Ευρώπη, τα βασίλεια που δημιουργήθηκαν στα εδάφη της πρώην Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και αυτά που βρίσκονται εκτός των πρώην Αυτοκρατορικών εδαφών. Αλλά και οι πόλεις διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με την προέλευση τους: Σε αυτές που συνεχίζουν να υπάρχουν από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και μετατράπηκαν σε έδρες επισκόπων, στις πόλεις που χρησιμοποιούνται για οχυρωματικούς και στρατιωτικούς σκοπούς και στις καινούριες πόλεις.(Pounds, 2001, σσ. 162 - 163, 165 - 167.)
Η σχέση πόλης - υπαίθρου.
Η σχέση ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο, την περίοδο που εξετάζουμε 11ο – 13ο αιώνα, είναι μια σχέση "αγάπης και μίσους", δίνοντας μια λογοτεχνική χροιά, ή όπως θα έλεγε ο λάος μας, χρησιμοποιώντας την λαϊκή έκφραση, «μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε».
Η αντίθεση πόλης υπαίθρου στο Μεσαίωνα ήταν έντονη. Τα τείχη χώριζαν δύο κόσμους, και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Le Goff "Το να είναι κανείς πολίτης η αγρότης, συνιστά μια από τις μεγαλύτερες διαχωριστικές γραμμές της μεσαιωνικής κοινωνίας"(Jacques Le Goff, 1991, σσ. 406 - 407.)
Με την κατάλυση της καρρολίγειας αυτοκρατορίας και τον κατακερματισμό της σε μικρότερα μοναρχικά βασίλεια, ο έλεγχος της εξουσίας πέρασε στα χέρια των τοπικών ηγεμόνων παραμερίζοντας τους μονάρχες. Στην ύπαιθρο όπως και στην πόλη την εξουσία ασκεί ο φεουδάρχης, ο οποίος απομονώνεται στο κάστρο-πύργο το κέντρο εξουσίας της περιφέρειας του. Κυρίαρχη τάξη της εποχής είναι η πολεμική αριστοκρατία, η οποία πλαισιώθηκε από τη γαιοκτητική αριστοκρατία, και η εκκλησιαστική αριστοκρατία κάτοχος πολλών γαιών και η ίδια. Στην βάση της κοινωνικής πυραμίδας η πλειονότητα του πληθυσμού, δεμένοι στη γη που καλλιεργούν, δούλοι στο ίδιο τους το σπίτι, με τίτλους υποτέλειας.(Γαγανάκης, 1999, σσ. 41 - 43.)
Στο Μεσαίωνα η Ευρώπη παραμένει αγροτική περιοχή το κλίμα είναι εύκρατο και η καλλιεργήσιμη γη επεκτείνεται σε νέες περιοχές, λόγω της αλματώδους δημογραφικής ανάπτυξης, στα δάση τα οποία εκχερσώνονται, λιβάδια αξιοποιούνται, για την κτηνοτροφία και η εκμετάλλευση του νερού με νέες τεχνολογίες είναι πιο έντονη (νερόμυλοι). Παράλληλα έχουμε την ανάπτυξη της βιοτεχνίας, κυρίως της υφαντουργίας, του εμπορίου και των διοικητικών υπηρεσιών κλάδοι που δραστηριοποιούνται κυρίως στην πόλη και δεν επηρεάζουν τη σημασία της υπαίθρου η οποία εξασφαλίζει και λύνει το πρόβλημα του επισιτισμού ολόκληρου του πληθυσμού. (Gieysztor, 2003, σ. 290.)
Οι λειτουργίες της μεσαιωνικής πόλης ήταν πιο στενά καθορισμένες από εκείνες των ελληνικών και ρωμαϊκών πόλεων. Οι μεσαιωνικές πόλεις έξω από τα τείχη τους βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με το φεουδαρχικό σύστημα που επικρατούσε στην ύπαιθρο. Ο κάτοικος της πόλης ήταν ανώτερος από τον άνθρωπο της υπαίθρου και πιο ελεύθερος. " Ο αέρας της πόλης ελευθερώνει" και θεωρείται τρόπος ευκαιριών και οικονομικής επιτυχίας με μεγαλύτερη ασφάλεια και διαφορετικό τρόπο ζωής. Στη μεσαιωνική πόλη δεν υπάρχουν δούλοι αλλά μόνο ελεύθεροι άνθρωποι εν αντιθέσει με την ύπαιθρο που επικρατεί το σύστημα της δουλοπαροικίας και αργότερα του ενοικιαστή αγρότη παραμένοντας όμως υποτελής στο φεουδάρχη.
Παρ’ όλη την επιφυλακτικότητα που είχαν οι πόλεις για την ύπαιθρο και την υπεροψία με την οποία την αντιμετώπιζαν, δεν μπορούσαν να αποφύγουν την επαφή μαζί της για τις ανάγκες σε τρόφιμα αλλά και λόγο του μεταναστευτικού κύματος από την ύπαιθρο στην πόλη. (Gieysztor, 2003, σ. 306.)
Η χρησιμοποίηση του χρήματος αλλά και τα πλεονάζοντα αγροτικά αγαθά φέρνουν τους αγρότες μέσα στην πόλη για να πουλήσουν στις τοπικές αγορές, τα προϊόντα τους. Οι αγρότες με τη σειρά τους αγοράζουν αγροτικά εργαλεία και πρώτες ύλες από τις τοπικές αγορές. Η πόλη δεν έρχεται σε σύγκρουση, σε ρήξη, με την ύπαιθρο και τον κόσμο της αλλά ζει μαζί της σε μια σχέση αλληλεπίδρασης. Άλλωστε η ύπαιθρος θα τροφοδοτήσει τις πόλεις με τον απαραίτητο αριθμό ανθρώπων που θα εξελιχθούν σε έμπορους και τεχνίτες στις υπηρεσίες των ολοένα και αυξημένων καταναλωτικών απαιτήσεων της φεουδαρχικής τάξης. (Berstein, 1997, σ. 153.)
Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία η πόλη είναι στην ακμή και αποτελεί το διοικητικό, πολιτικό, πνευματικό, πολιτιστικό, οικονομικό και εμπορικό κέντρο, μαζί με την ύπαιθρο βρίσκονται σε πλήρη αλληλεξάρτηση, κάτω από την κεντρική διοίκηση του βυζαντινού κράτους. Ενώ στις περιοχές της πρώην Δυτικής Ρωμαικής Αυτοκρατορίας η πόλη αναπτύσσεται κάτω από τον έλεγχο ενός κάστρου ή ενός μοναστηριού, με λειτουργίες στενά καθορισμένες από τις συντεχνίες που έλεγχαν την βιοτεχνική παραγωγή και το εμπόριο.
Η αύξηση του πληθυσμού και της εμπορικής δραστηριότητας, άρχισε να διαμορφώνει αστικά κέντρα κάτω από φεουδαρχική διοίκηση και σαφή διαχωρισμό των εννοιών πόλης – υπαίθρου. Με την κατάρρευση των φεουδαρχικών σχέσεων, οι αστικές σχέσεις εισχώρησαν στην περιφέρειά τους, πρώτα στις περιοχές την νότιας Ευρώπης, όπου η αστικοποίηση ήταν μεγαλύτερη και κατόπιν στις υπόλοιπες περιοχές της Ευρώπης, δημιουργώντας νέους κοινωνικό-οικονομικούς σχηματισμούς.
Ρόλος και λειτουργίες της Μεσαιωνικής, ανά τύπο, πόλης.
Ο ρόλος της πόλης, αυτής της περιόδου, υπήρξε αποφασιστικός στις μετέπειτα εξελίξεις. Με την ανάπτυξη των πόλεων γεννιέται και μια νέα τάξη, η οποία θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των πόλεων και στον αγώνα για αυτονομία από την φεουδαρχική εξουσία, είναι η μεσαία τάξη. Την απαρτίζουν οι έμποροι και οι τεχνίτες προερχόμενοι από την ύπαιθρο, εξειδικεύονται και εξυπηρετούν τις καταναλωτικές ανάγκες της αριστοκρατίας, συνεταιρίζονται στις πρώτες μορφές σωματειακής ανάπτυξης, τις συντεχνίες.(Λεοντίδου, 2001, σ. 142.)
Αυτές οι συντεχνίες είχαν σημαντικό ρόλο και λόγο στη λειτουργία των πόλεων διότι αναδείχθηκαν σε ανταγωνιστικό παράγοντα προς την εκκλησιαστική εξουσία και τους αριστοκράτες. Οι συντεχνίες όμως προσπάθησαν να παραγκωνίζουν τους εμπόρους και να θέσουν το εμπόριο υπο την εποπτεία τους, έχοντας έτσι ένα ρόλο περιοριστικό και αντιδραστικό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με την αύξηση των ετήσιων ή εβδομαδιαίων αγορών στις πόλεις και την αύξηση των περιπλανώμενων εμπόρων, οι τελευταίοι να αποκτήσουν μια δική τους συντεχνία. Παράδειγμα είναι τις Χάνσες. (Γαγανάκης, 1999, σσ. 73 - 75.)
Οι δραστηριότητες η οποίες διεξάγονται μέσα στις πόλεις είναι εμπορικού και οικονομικού χαρακτήρα, θρησκευτικής και διοικητικής εξουσίας. Η ανάπτυξη του εσωτερικού εμπορίου και η ανάγκη μεταφοράς των εμπορευμάτων από το εσωτερικό της Ευρώπης, ευνόησε πολλές περιοχές, όπως η Ρηνανία, επειδή βρέθηκαν πάνω στους δρόμους μεταφοράς και στις φυσικές διόδους.(Pounds, 2001, σ. 167.)
Η ανάπτυξη του εμπορίου οδήγησε στη δημιουργία νέων πόλεων σε κομβικά εμπορικά σημεία, Λυβέκη, και διαμετακομιστικά κέντρα για το εμπόριο από την ανατολή, πόλεις της Βόρειας Ιταλίας. Οι νέες πόλεις που χρησιμεύουν στην ανάπτυξη του εμπορίου δημιουργούνται δίπλα σε κάποιο πυρήνα η εξ αρχής. Στην Βόρειο Ιταλία έχουμε το παράδειγμα της Βενετίας και της Πίζας. Η πρώτη, επιβάλλεται στο φυσικό περιβάλλον που την περιβάλλει με σοβαρές επεμβάσεις ενώ η δεύτερη κατοικείται από την αρχαιότητα και αναπτύσσεται λόγω του λιμανιού που διαθέτει.(Benevolo, 1997, σσ. 67 - 77.)
Παράλληλα είναι και η εποχή των «νέων πόλεων» εκ των οποίων πολλές ιδρύθηκαν για την εμπορική αναβάθμιση της περιοχής, στην περιοχή της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, αλλά και την περαιτέρω ανάπτυξη της έντονης εμπορικής δραστηριότητας, όπως αυτή της Λυκέβης που κτίστηκε στα ερείπια ενός σλαβικού οικισμού. Εκεί ο κόμης Αδόλφος Σάουενμπουργκ το 1143, έχτισε καθεδρικό ναό και πύργο. Αργότερα ο Δούκας της Σαξονίας, Ερρίκος ο Λέοντας θέλοντας να προσελκύσει εμπόρους από την Βαλτική σχεδιάζει την ανοικοδόμηση της. Μέχρι το 1230 αναπτύχθηκε πλήρως μέχρι τα όρια των δύο ποταμών που την περιστοίχιζαν και έγινε ελεύθερη αυτοκρατορική πόλη. Θεσμοθετείται το «Αστικό Δίκαιο της Λυβέκης» που εξασφαλίσει προνόμια για τους Γερμανούς εμπόρους και επαγγελματίες και έχει κάποιες ιδιομορφίες για το οικογενειακό και περιουσιακό δίκαιο. Ήταν λογικό να γίνει η επικεφαλής πόλη της εμπορικής ένωσης, της Χάνσα.
Οι πόλεις που προϋπήρχαν από την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας χρησιμοποιήθηκαν ως έδρα κάποιου θεσμού και συγκεκριμένα ως έδρες επισκόπων ή μοναστικών ταγμάτων αλλά και ως πρωτεύουσες βασιλείων. Αυτές υπάρχουν στη νότια Ευρώπη και το χαρακτηριστικό τους είναι ότι στη νότια Ιταλία παρακμάζουν, μη μπορώντας να συναγωνιστούν τις εμπορικές της βόρειας Ιταλίας που εκμεταλλεύτηκαν την θέση τους και την κατάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και αναπτύχθηκαν οικονομικά, διότι σε αυτές καταλήγαν τα προϊόντα από τις αραβικές περιοχές και το Βυζάντιο και μετέπειτα τα προωθούσαν στο εσωτερικό της Ευρώπης. Αντίθετα στη νότια Ισπανία όπου οι πόλεις ακμάζουν λόγο της αστικής αντίληψης και παράδοσης που είχαν οι Άραβες κατακτητές. Από την περιοχή της Ν. Ιταλίας έχουμε το παράδειγμα της Νάπολης που αποτελεί κέντρο εξουσίας ως πρωτεύουσα του ομώνυμου βασιλείου.(Benevolo, 1997, σ. 102.)
Η πνευματική και πολιτιστική ανάπτυξη είναι ανάλογη με το βαθμό αστικοποίησης γιατί η επαφή μεταξύ των ανθρώπων ενδυναμώνει τις αλληλεπιδράσεις στις πολιτικές και κοινωνικό-οικονομικές και πνευματικές δραστηριότητες.
Η πόλη αυτή την περίοδο, τον 12ο αιώνα, αποτελεί και πνευματικό κέντρο, το μέσο γέννησης και ανέλιξης μιας καινούριας κοινωνικής κατηγορίας πολιτών, αυτή του διανοούμενου. Το βήμα ύπαρξης αυτής της κατηγορίας παρέχεται από τα πανεπιστήμια που ιδρύονται αυτή ακριβώς την περίοδο και η πόλη τους δίνει το χώρο στον οποίο θα αναπτυχθούν και θα αναπτύξουν την δράση τους, άλλωστε το πανεπιστήμιο προσέδιδε κύρος στην πόλη που το φιλοξενούσε και μερικές πόλεις αποκτούν φήμη για τις σπουδές που προσφέρουν. Σε τρεις, κυρίως, περιοχές της Ευρώπης έχουμε την ανάπτυξη των πανεπιστημίων: στην Ιταλική χερσόνησο και συγκεκριμένα στο Σαλέρνο, στην Μπολόνια και στην Πάδοβα, στο Παρίσι, και στην Αγγλία με το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. (Ασημακόπουλος, 2001, σσ. 64 - 90.)
Στην ανατολή η παρακμή των βυζαντινών πόλεων είναι αντίστοιχη με την παρακμή του Βυζαντινού κράτους. Οι ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες του Βορρά εξαπλώνονται στους θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους εμποδίζοντας την εμπορική δραστηριότητα των βυζαντινών πόλεων με αποτέλεσμα να αναγκάζονται να αναπτύξουν νέες μορφές εμπορικής και πολιτικοκοινωνικής δραστηριότητας. Η βαριά φορολογία του κράτους που ευνοούσε τους εμπόρους και τους βιοτέχνες των πόλεων έναντι των αγροτών που επωμίζονταν το περισσότερο μέρος καθώς και η ανασφάλεια που δημιουργούσαν οι συνεχείς συγκρούσεις με τα βουλγαρικά φύλλα και η πειρατικές επιδρομές των Αράβων, οδήγησαν τον κόσμο πίσω στην ύπαιθρο.(Talbot, 1997, σ. 252.)
Εξαίρεση, προσωρινά, αποτελούν οι πόλεις στα ρωσικά πριγκιπάτα με εμπορικές δραστηριότητες και διοικητικές εξουσίες. Πόλεις όπως το Νοβγκορόντ, το Πσκόφ, το Τβερ, το Σουζνταλ, το Κίεβο κ.α. αποτελούν εμπορικά κέντρα με τη δύση που όμως δεν γνωρίζουν την ανάπτυξη των δυτικών πόλεων. (Berstein, 1997, σ. 303.)
Αλλάζει όμως και η μορφή των πόλεων αφού κάθε σημείο της προφυλάσσεται με τείχη και επεκτείνεται ανάλογα με τις δραστηριότητες και το μέγεθος της πόλης. Οι νέες πόλεις στη Γερμανία και στη Νότιο Γαλλία δημιουργούνται με κανονικό σχέδιο, της σκακιέρας : η αγορά είναι στην πλατεία και πλαισιώνεται από το διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο και στην οποία καταλήγουν οι κύριες οδοί ενώ κάποιες άλλες δημιουργούνται κατά μήκος του δημόσιου δρόμου, αρκετά στενές αφού σε αυτή στεγάζονται εκτός από τις οικίες και οι αποθήκες των εμπόρων.(Gieysztor, 2003, σσ. 305 - 306.)
5. ΕΠΙΛΟΓΟΣ.
Η πόλη σήμερα είναι ένα μέρος το οποίο κατοικείται από σημαντικό αριθμό ανθρώπων και αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων στα οποία παρεμβάλλονται δρόμοι, πάρκα και πλατείες. Οι κάτοικοι της επιδίδονται σε διάφορες οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες και η διατροφή τους δεν εξαρτάται από το έδαφος στο οποίο ζουν αλλά από την ύπαιθρο. Αυτό που την ξεχωρίζει από το χωριό εκτός από τη διαφορά στον αριθμό των κατοίκων, είναι και οι διάφορες δραστηριότητες και λειτουργίες που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της οικονομικής, κοινωνικής και πνευματικής φύσεως, σε αντίθεση με το χωριό το οποίο έχει απλή οικονομία, την γεωργία. Υπάρχει όμως και αλληλεξάρτηση μεταξύ του χωριού και τις πόλης διότι η πόλη για τη διατροφή της απορροφά τα προϊόντα της από την ύπαιθρο. Η ύπαιθρος με τη σειρά της προμηθεύεται από την πόλη τα όργανα και υλικά που χρειάζεται για τις αγροτικές εργασίες και τα καταναλωτικά αγαθά. Η πόλη σήμερα είναι η απόληξη της μεγάλης αστικής ανάπτυξης που ξεκίνησε την περίοδο από τον 11ο μέχρι τον 13ο αιώνα του μεσαίωνα.
Η εργασία αυτή βαθμολογήθηκε με 07(επτά)
Σχόλια καθηγητή:
Έχετε μελετήσει πλέον τα κεφάλαια 1 - 7 του Εγχειριδίου Μελέτης μαζί με το παράλληλο Κείμενο 2, όπου εξετάζονται οι μεταβολές της γεωγραφίας και του υλικού πολιτισμού της Ευρώπης από το 2ο μέχρι και το 15ο μ.Χ. αιώνα. Στην εργασία αυτή σας ζητείται να σχολιάσετε τεκμηριωμένα και κριτικά το ακόλουθο παράθεμα (Pounds, 2001, τ. 1, σ. 161.):
"Η αστική τάση της μεσαιωνικής περιόδου διέφερε θεμελιωδώς από την κλασική περίοδο. Στην αρχαιότητα η πόλη αποτελούσε το επίκεντρο της αστικής περιοχής - την civitas ή πόλιν - με την οποία συνδεόταν στενά. Ο πολίτης ήταν ελεύθερος να ζήσει είτε στο κέντρο είτε στην ευρύτερη περιοχή και να κινήται ανάμεσά τους. Το αστικό κέντρο ήταν το διοικητικό και πολιτιστικό κέντρο, δεν ήταν όμως ένα μέρος που διεξάγονταν βιοτεχνικές και εμπορικές δραστηριότητες. Η μεσαιωνική πόλη ήταν διαφορετική."
Σε ποια σημεία λοιπόν διέφερε η μεσαιωνική πόλη, από άποψη (α) σχέσεών της με την ύπαιθρο, (β) ρόλου και λειτουργιών, (γ) τυπολογίας κατά περιοχή της Ευρώπης; Για την ανάλυση των ερωτημάτων αυτών, επιλέξτε συγκεκριμένους τύπους πόλεων σε διάφορες περιφέρειες της Ευρώπης για να δείξετε την αλληλεξάρτηση ανάμεσα στους οικονομικούς, θρησκευτικούς, πολιτικούς και φυσικούς παράγοντες που οδήγησαν στη συγκρότηση της μεσαιωνικής πόλης και στη διαμόρφωση των σχέσεων με την ύπαιθρο.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ.
- Εισαγωγή.
- Οι πόλεις της Αρχαιότητας - οι Αρχαίες πόλεις - Η Ρωμαϊκή περίοδος.
- Η πολιτική και κοινωνική κατάσταση στην Ευρώπη από τον 2ο εώς το 10ο αιώνα. - Η Ευρώπη τον 9ο αιώνα.
- Η αστική ανάπτυξη τον 11ο - 13ο αιώνα. - Η σχέση πόλης-υπαίθρου. - Ρόλος και λειτουργείες της Μεσαιωνικής, ανά τύπο, πόλης.
- Επίλογος.
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ.
Σκοπός αυτής της εργασίας είναι η ανάδειξη των μεσαιωνικών πόλεων, μέσα από τo ρόλο των οποίων διαδραματίζουν και τη σχέση τους με την ύπαιθρο καθώς και τις διάφορες λειτουργίες που απορρέουν από αυτόν το ρόλο. Σε πρώτη φάση θα αναφερθώ, συνοπτικά, στην πορεία που ακολούθησε η αστική ανάπτυξη από την κλασική περίοδο στον πρώιμο μεσαίωνα για να καταλήξει στη μεγάλη ανάπτυξη του κλασικού μεσαίωνα. Ακολούθως θα σκιαγραφήσω το πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι που ακολούθησε την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έως και τον κλασικό μεσαίωνα.
Στο δεύτερο μέρος θα προχωρήσω στην ανάλυση των ερωτημάτων, που τίθενται στην εκφώνηση της εργασίας, αναφορικά με τα σημεία στα οποία διέφερε η Μεσαιωνική πόλη και η περίοδος στην οποία θα επικεντρωθεί αυτή η ανάλυση είναι μεταξύ 11ου και 13ου αιώνα.
2. ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ.
Στη διάρκεια της ιστορίας οι πόλεις είχαν στοιχεία, διαστάσεις, μορφή και χαρακτηριστικά διαφορετικά, ανάλογα με την περίοδο, τη γεωγραφική θέση και τις κοινωνίες που τις δημιούργησαν. Η ανάγκη του ανθρώπου για δημιουργία και επικοινωνία τον οδήγησε από την αρχαιότητα στην οικιστική εγκατάσταση.
Οι Αρχαίες Πόλεις.
Η πρώτη αναφορά στις πόλεις βρίσκεται στα πρώτα γραπτά κείμενα των Σουμέριων και η γέννηση της ανάγεται στην Μεσοποταμία 3000 χρόνια π.χ. Ο χώρος περιφράζετε, διαχωρίζεται από την ύπαιθρο και περιλαμβάνει θρησκευτικά, διοικητικά και ιδιωτικά κτίρια εξίσου περιφραγμένα κατά ξεχωριστό τρόπο. Στην ευρωπαϊκή ήπειρο η εμφάνιση της πόλης συναντάται στην Αρχαία Ελλάδα και είναι το αποτέλεσμα της ένωσης πολλών χωριών.(Benevolo, 1997, σ. 24 - 26.)
Οι Αρχαίοι Έλληνες προσδίδουν στην πόλη μια μεγαλοπρέπεια με τα επιβλητικά δημόσια κτίρια και την τέλεια αρχιτεκτονική. Είναι κατά βάση αγροτική στις οποίες κατοικούν οι άνθρωποι που δουλεύουν στην ύπαιθρο, τα όργανα εξουσίας και οι τεχνίτες της εποχής. Έντονη είναι, στις πόλεις η χροιά της πολιτιστικής δημιουργίας, με τις διάφορες πολιτιστικές δραστηριότητες που έχουν ως σκοπό να διασκεδάζουν και να εκπαιδεύσουν τους πολίτες. Η πόλη απλώνεται και καταλαμβάνει περισσότερο χώρο «κατεβαίνοντας» όλο και πιο κάτω προς την ύπαιθρο, πλαισιώνεται από τείχη για την αμυντική της οργάνωση και είχε τη λειτουργία ανεξάρτητου και αυτάρκους πολιτικού κέντρου, που κυβερνούταν με αυτόνομο τρόπο, είναι η γνωστή σε όλους μας πόλη – κράτος.(Pounds, 2001, σσ. 48 - 56.)
Η Ρωμαϊκή περίοδος.
Η επόμενη μεγάλη αστική ανάπτυξη εμφανίζεται με την πτώση της Μακεδονικής κυριαρχίας, στην Ελλάδα και τον κόσμο, και τη δημιουργία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Από την πόλη – κράτος της ρώμης στην πολις – civitas της Αυτοκρατορίας. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή οι πόλεις ήταν στενά συνδεμένες με το κέντρο εξουσίας, την πρωτεύουσα, την πόλη της Ρώμης. Προσέδιδαν μεγάλη σημασία, όπως και στις ελληνικές πόλεις, στα δημόσια κτίρια τα οποία συντηρούσαν οι πολίτες. Οι πόλεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν, κυρίως, στρατιωτικά και οχυρωματικά κέντρα με δυο κεντρικούς δρόμους, στη διασταύρωση των οποίων βρισκόταν η ρωμαϊκή αγορά. Υπήρχαν πόλεις με οικονομική λειτουργία, εμπορικές, κατασκευασμένες σε κομβικά σημεία που εξυπηρετούσαν το εμπόριο σε μακρινές περιοχές, όπως το Λονδίνο, και άλλες που εξυπηρετούσαν το τοπικό εμπόριο. Με την είσοδο του χριστιανισμού στην αυτοκρατορία και την αναγνώριση ως επίσημης θρησκείας πολλές πόλεις θα μετατραπούν σε επισκοπικά κέντρα, μετά τον 3ο αιώνα μ.Χ.. Με την πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και την απώλεια μιας κεντρικής εξουσίας ελέγχου οι πόλεις έχασαν τη σπουδαιότητά τους και πολλές εγκαταλείφθηκαν. Η κάθοδος των βαρβαρικών φυλών και οι λεηλασίες τους επιτάχυναν ακόμη περισσότερη αυτή την παρακμή. (Pounds, 2001, σσ. 77-80.)
3. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΑΠΟ ΤΟΝ 2Ο ΕΩΣ ΤΟΝ 10ο ΑΙΩΝΑ.
Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία έφτασε στο ζενίθ της πολιτικής και οικονομικό-κοινωνικής της εξουσίας στον κόσμο, το 2ο αιώνα μ.Χ.. Μια σειρά όμως από αποτυχημένες και συνεχείς εναλλαγές αυτοκρατόρων καθώς και η μεγάλη έκταση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και τα τεράστια ποσά που απαιτούνταν για την συντήρηση και φύλαξη των συνόρων τις οδήγησε στην οικονομική κατάρρευση, στην παρακμή του εμπορίου και των αστικών κέντρων και στον κοινωνικό μαρασμό με άμεσο αποτέλεσμα την πτώση του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας το 476 μ.Χ..
Λόγω της αχανούς έκτασής της, η αυτοκρατορία, αρχικά, χωρίστηκε σε 4 μέρη και αργότερα πήρε την οριστική της μορφή σε δύο τμήματα: την ανατολική αυτοκρατορία με έδρα την Κωνσταντινούπολη, και τη δυτική αυτοκρατορία με έδρα τη Ρώμη. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το δυτικό τμήμα, διαλύεται με τις εισβολές των βαρβαρικών φύλλων και των Αράβων. Οι εισβολές οδήγησαν στη θέσπιση έκτακτων οικονομικών μέτρων για την επάνδρωση του στρατεύματος με αποτέλεσμα την εγκατάλειψη της υπαίθρου από τον αγροτικό κόσμο. Η παρακμή της υπαίθρου και οι εισβολές οδήγησαν στη μείωση του πληθυσμού.
Μέσα στο κλίμα αναρχίας, που ακολούθησε την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι πόλεις οδηγήθηκαν στην εγκατάλειψη και την παρακμή. Κάποιες καταστράφηκαν ολοσχερώς, άλλες χρησιμοποιήθηκαν ως έδρες των νέων γερμανικών βασιλείων.
Η Ευρώπη τον 9ο αιώνα.
Στην Ευρώπη του 9ου αιώνα κυριαρχούν δύο μεγάλες δυνάμεις: στην Ανατολική Ευρώπη δεσπόζει η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και στη Δυτική Ευρώπη τη θέση της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας παίρνει η Καρολίγγεια αυτοκρατορία των φράγκων. Η Καρολίγγεια Αυτοκρατορία είναι, θα λέγαμε, μόνο ένα " διάλλειμα" μεταξύ δύο μεγάλων βαρβαρικών μεταναστεύσεων και πολεμικών συρράξεων. Σ΄ αυτή την περίοδο ξεκινάει μια υποτυπώδης διαδικασία άσκησης κρατικής διοίκησης, που βασίζεται στην αγροτική οικονομία, και γι’ αυτό η πόλη δεν έχει αντίστοιχη ανάπτυξη με την ύπαιθρο αλλά περιορίζεται στο κάστρο του φεουδάρχη – γαιοκτήμονα με ελάχιστες εξαιρέσεις.(Λεοντίδου, 2001, σσ. 121 - 122.)
Αντίθετα η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε μεγάλες πόλεις που ήταν κέντρα εμπορικής, οικονομικής και πολιτιστικής δραστηριότητας με ισχυρή κεντρική και περιφερειακή διοίκηση, μονοπώλιο και οργανωμένο εμπόριο, με εισαγωγές και εξαγωγές, ελεγχόμενες από το κράτος. Σημαντικό ρόλο παίζει η εκκλησία που εξασφάλιζε, με την επιρροή της, την ενότητα των υπηκόων της αυτοκρατορίας το κέντρο της οποίας αποτελούσε η Κωνσταντινούπολη.(Runsiman, 1993, σσ. 200 - 206.)
4. Η ΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΝ 11-13ο ΑΙΩΝΑ.
Από τον 9ο έως και τον 14ο αιώνα επιτελείται μια μεγάλη αστική ανάπτυξη η οποία θα αλλάξει οριστικά την μορφή και τις λειτουργίες της πόλης. Την ανάπτυξη των πόλεων ευνοούν διάφορες καταστάσεις και συνθήκες όπως ο τερματισμός των εισβολών, οι τελευταίες πραγματοποιηθήκαν τον 9ο και 10ο αιώνα από τους Σκανδιναβούς, η αύξηση του πληθυσμού η οποία συνοδεύτηκε από οικονομική ανάπτυξη και αναγέννηση της εμπορικής δραστηριότητας.
Η σημασία και ο ρόλος των πόλεων αλλάζει, από διοικητικά και πολιτιστικά κέντρα μετεξελίσσονται σε εμπορικά και οικονομικά κέντρα.(Γαγανάκης, 1999, σ. 53.) Είναι η περίοδος που ακμάζει το πολιτικό και οικονομικό σύστημα της φεουδαρχίας, το οποίο ελέγχει, θα λέγαμε, απόλυτα τη ζωή στην ύπαιθρο με αποτέλεσμα η εξουσία των πόλεων να περιορίζεται εντός των ορίων της.
Η πόλη την περίοδο του Μεσαίωνα αλλάζει, σε σχέση με την πόλη της κλασικής περιόδου, και σε μέγεθος και σε σχήμα, αλλάζει η μορφή και ο ρόλος της, αλλά και η σχέση της με την ύπαιθρο. Ο ρόλος της μεσαιωνικής πόλης περιορίζεται μέσα στα τείχη της εν αντιθέσει με την πόλη της κλασικής περιόδου, την «ανοικτή πόλη», που περιλαμβάνει και την ύπαιθρο με τους κατοίκους της.
Οι λόγοι που οδηγούν στην ανάπτυξη των πόλεων, που φτάνει στο απόγειο της στα μέσα του Μεσαίωνα, είναι κυρίως οικονομικοί. Το τέλος των βαρβαρικών εισβολών, η ανάπτυξη του εμπορίου και η αύξηση των εμπορικών συναλλαγών, με την ταυτόχρονη εγκατάσταση των εμπόρων στην πόλη, η εκδίωξη των μουσουλμάνων Αράβων από την Μεσόγειο, που ευνοεί την εμπορική δραστηριότητα των ιταλικών πόλεων, αλλά και η μετανάστευση του πλεονάζοντος πληθυσμού από την ύπαιθρο στην πόλη είναι οι κυριότεροι λόγοι που οδηγούν στην ανάπτυξη των πόλεων.(Berstein, 1997, σσ. 151 - 152.)
Σύμφωνα με τον Pounds έχουμε τη διάκριση της Ευρώπης σε τρεις γεωγραφικές ζώνες : τη νότια Ευρώπη, τα βασίλεια που δημιουργήθηκαν στα εδάφη της πρώην Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και αυτά που βρίσκονται εκτός των πρώην Αυτοκρατορικών εδαφών. Αλλά και οι πόλεις διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με την προέλευση τους: Σε αυτές που συνεχίζουν να υπάρχουν από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και μετατράπηκαν σε έδρες επισκόπων, στις πόλεις που χρησιμοποιούνται για οχυρωματικούς και στρατιωτικούς σκοπούς και στις καινούριες πόλεις.(Pounds, 2001, σσ. 162 - 163, 165 - 167.)
Η σχέση πόλης - υπαίθρου.
Η σχέση ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο, την περίοδο που εξετάζουμε 11ο – 13ο αιώνα, είναι μια σχέση "αγάπης και μίσους", δίνοντας μια λογοτεχνική χροιά, ή όπως θα έλεγε ο λάος μας, χρησιμοποιώντας την λαϊκή έκφραση, «μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε».
Η αντίθεση πόλης υπαίθρου στο Μεσαίωνα ήταν έντονη. Τα τείχη χώριζαν δύο κόσμους, και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Le Goff "Το να είναι κανείς πολίτης η αγρότης, συνιστά μια από τις μεγαλύτερες διαχωριστικές γραμμές της μεσαιωνικής κοινωνίας"(Jacques Le Goff, 1991, σσ. 406 - 407.)
Με την κατάλυση της καρρολίγειας αυτοκρατορίας και τον κατακερματισμό της σε μικρότερα μοναρχικά βασίλεια, ο έλεγχος της εξουσίας πέρασε στα χέρια των τοπικών ηγεμόνων παραμερίζοντας τους μονάρχες. Στην ύπαιθρο όπως και στην πόλη την εξουσία ασκεί ο φεουδάρχης, ο οποίος απομονώνεται στο κάστρο-πύργο το κέντρο εξουσίας της περιφέρειας του. Κυρίαρχη τάξη της εποχής είναι η πολεμική αριστοκρατία, η οποία πλαισιώθηκε από τη γαιοκτητική αριστοκρατία, και η εκκλησιαστική αριστοκρατία κάτοχος πολλών γαιών και η ίδια. Στην βάση της κοινωνικής πυραμίδας η πλειονότητα του πληθυσμού, δεμένοι στη γη που καλλιεργούν, δούλοι στο ίδιο τους το σπίτι, με τίτλους υποτέλειας.(Γαγανάκης, 1999, σσ. 41 - 43.)
Στο Μεσαίωνα η Ευρώπη παραμένει αγροτική περιοχή το κλίμα είναι εύκρατο και η καλλιεργήσιμη γη επεκτείνεται σε νέες περιοχές, λόγω της αλματώδους δημογραφικής ανάπτυξης, στα δάση τα οποία εκχερσώνονται, λιβάδια αξιοποιούνται, για την κτηνοτροφία και η εκμετάλλευση του νερού με νέες τεχνολογίες είναι πιο έντονη (νερόμυλοι). Παράλληλα έχουμε την ανάπτυξη της βιοτεχνίας, κυρίως της υφαντουργίας, του εμπορίου και των διοικητικών υπηρεσιών κλάδοι που δραστηριοποιούνται κυρίως στην πόλη και δεν επηρεάζουν τη σημασία της υπαίθρου η οποία εξασφαλίζει και λύνει το πρόβλημα του επισιτισμού ολόκληρου του πληθυσμού. (Gieysztor, 2003, σ. 290.)
Οι λειτουργίες της μεσαιωνικής πόλης ήταν πιο στενά καθορισμένες από εκείνες των ελληνικών και ρωμαϊκών πόλεων. Οι μεσαιωνικές πόλεις έξω από τα τείχη τους βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με το φεουδαρχικό σύστημα που επικρατούσε στην ύπαιθρο. Ο κάτοικος της πόλης ήταν ανώτερος από τον άνθρωπο της υπαίθρου και πιο ελεύθερος. " Ο αέρας της πόλης ελευθερώνει" και θεωρείται τρόπος ευκαιριών και οικονομικής επιτυχίας με μεγαλύτερη ασφάλεια και διαφορετικό τρόπο ζωής. Στη μεσαιωνική πόλη δεν υπάρχουν δούλοι αλλά μόνο ελεύθεροι άνθρωποι εν αντιθέσει με την ύπαιθρο που επικρατεί το σύστημα της δουλοπαροικίας και αργότερα του ενοικιαστή αγρότη παραμένοντας όμως υποτελής στο φεουδάρχη.
Παρ’ όλη την επιφυλακτικότητα που είχαν οι πόλεις για την ύπαιθρο και την υπεροψία με την οποία την αντιμετώπιζαν, δεν μπορούσαν να αποφύγουν την επαφή μαζί της για τις ανάγκες σε τρόφιμα αλλά και λόγο του μεταναστευτικού κύματος από την ύπαιθρο στην πόλη. (Gieysztor, 2003, σ. 306.)
Η χρησιμοποίηση του χρήματος αλλά και τα πλεονάζοντα αγροτικά αγαθά φέρνουν τους αγρότες μέσα στην πόλη για να πουλήσουν στις τοπικές αγορές, τα προϊόντα τους. Οι αγρότες με τη σειρά τους αγοράζουν αγροτικά εργαλεία και πρώτες ύλες από τις τοπικές αγορές. Η πόλη δεν έρχεται σε σύγκρουση, σε ρήξη, με την ύπαιθρο και τον κόσμο της αλλά ζει μαζί της σε μια σχέση αλληλεπίδρασης. Άλλωστε η ύπαιθρος θα τροφοδοτήσει τις πόλεις με τον απαραίτητο αριθμό ανθρώπων που θα εξελιχθούν σε έμπορους και τεχνίτες στις υπηρεσίες των ολοένα και αυξημένων καταναλωτικών απαιτήσεων της φεουδαρχικής τάξης. (Berstein, 1997, σ. 153.)
Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία η πόλη είναι στην ακμή και αποτελεί το διοικητικό, πολιτικό, πνευματικό, πολιτιστικό, οικονομικό και εμπορικό κέντρο, μαζί με την ύπαιθρο βρίσκονται σε πλήρη αλληλεξάρτηση, κάτω από την κεντρική διοίκηση του βυζαντινού κράτους. Ενώ στις περιοχές της πρώην Δυτικής Ρωμαικής Αυτοκρατορίας η πόλη αναπτύσσεται κάτω από τον έλεγχο ενός κάστρου ή ενός μοναστηριού, με λειτουργίες στενά καθορισμένες από τις συντεχνίες που έλεγχαν την βιοτεχνική παραγωγή και το εμπόριο.
Η αύξηση του πληθυσμού και της εμπορικής δραστηριότητας, άρχισε να διαμορφώνει αστικά κέντρα κάτω από φεουδαρχική διοίκηση και σαφή διαχωρισμό των εννοιών πόλης – υπαίθρου. Με την κατάρρευση των φεουδαρχικών σχέσεων, οι αστικές σχέσεις εισχώρησαν στην περιφέρειά τους, πρώτα στις περιοχές την νότιας Ευρώπης, όπου η αστικοποίηση ήταν μεγαλύτερη και κατόπιν στις υπόλοιπες περιοχές της Ευρώπης, δημιουργώντας νέους κοινωνικό-οικονομικούς σχηματισμούς.
Ρόλος και λειτουργίες της Μεσαιωνικής, ανά τύπο, πόλης.
Ο ρόλος της πόλης, αυτής της περιόδου, υπήρξε αποφασιστικός στις μετέπειτα εξελίξεις. Με την ανάπτυξη των πόλεων γεννιέται και μια νέα τάξη, η οποία θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των πόλεων και στον αγώνα για αυτονομία από την φεουδαρχική εξουσία, είναι η μεσαία τάξη. Την απαρτίζουν οι έμποροι και οι τεχνίτες προερχόμενοι από την ύπαιθρο, εξειδικεύονται και εξυπηρετούν τις καταναλωτικές ανάγκες της αριστοκρατίας, συνεταιρίζονται στις πρώτες μορφές σωματειακής ανάπτυξης, τις συντεχνίες.(Λεοντίδου, 2001, σ. 142.)
Αυτές οι συντεχνίες είχαν σημαντικό ρόλο και λόγο στη λειτουργία των πόλεων διότι αναδείχθηκαν σε ανταγωνιστικό παράγοντα προς την εκκλησιαστική εξουσία και τους αριστοκράτες. Οι συντεχνίες όμως προσπάθησαν να παραγκωνίζουν τους εμπόρους και να θέσουν το εμπόριο υπο την εποπτεία τους, έχοντας έτσι ένα ρόλο περιοριστικό και αντιδραστικό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με την αύξηση των ετήσιων ή εβδομαδιαίων αγορών στις πόλεις και την αύξηση των περιπλανώμενων εμπόρων, οι τελευταίοι να αποκτήσουν μια δική τους συντεχνία. Παράδειγμα είναι τις Χάνσες. (Γαγανάκης, 1999, σσ. 73 - 75.)
Οι δραστηριότητες η οποίες διεξάγονται μέσα στις πόλεις είναι εμπορικού και οικονομικού χαρακτήρα, θρησκευτικής και διοικητικής εξουσίας. Η ανάπτυξη του εσωτερικού εμπορίου και η ανάγκη μεταφοράς των εμπορευμάτων από το εσωτερικό της Ευρώπης, ευνόησε πολλές περιοχές, όπως η Ρηνανία, επειδή βρέθηκαν πάνω στους δρόμους μεταφοράς και στις φυσικές διόδους.(Pounds, 2001, σ. 167.)
Η ανάπτυξη του εμπορίου οδήγησε στη δημιουργία νέων πόλεων σε κομβικά εμπορικά σημεία, Λυβέκη, και διαμετακομιστικά κέντρα για το εμπόριο από την ανατολή, πόλεις της Βόρειας Ιταλίας. Οι νέες πόλεις που χρησιμεύουν στην ανάπτυξη του εμπορίου δημιουργούνται δίπλα σε κάποιο πυρήνα η εξ αρχής. Στην Βόρειο Ιταλία έχουμε το παράδειγμα της Βενετίας και της Πίζας. Η πρώτη, επιβάλλεται στο φυσικό περιβάλλον που την περιβάλλει με σοβαρές επεμβάσεις ενώ η δεύτερη κατοικείται από την αρχαιότητα και αναπτύσσεται λόγω του λιμανιού που διαθέτει.(Benevolo, 1997, σσ. 67 - 77.)
Παράλληλα είναι και η εποχή των «νέων πόλεων» εκ των οποίων πολλές ιδρύθηκαν για την εμπορική αναβάθμιση της περιοχής, στην περιοχή της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, αλλά και την περαιτέρω ανάπτυξη της έντονης εμπορικής δραστηριότητας, όπως αυτή της Λυκέβης που κτίστηκε στα ερείπια ενός σλαβικού οικισμού. Εκεί ο κόμης Αδόλφος Σάουενμπουργκ το 1143, έχτισε καθεδρικό ναό και πύργο. Αργότερα ο Δούκας της Σαξονίας, Ερρίκος ο Λέοντας θέλοντας να προσελκύσει εμπόρους από την Βαλτική σχεδιάζει την ανοικοδόμηση της. Μέχρι το 1230 αναπτύχθηκε πλήρως μέχρι τα όρια των δύο ποταμών που την περιστοίχιζαν και έγινε ελεύθερη αυτοκρατορική πόλη. Θεσμοθετείται το «Αστικό Δίκαιο της Λυβέκης» που εξασφαλίσει προνόμια για τους Γερμανούς εμπόρους και επαγγελματίες και έχει κάποιες ιδιομορφίες για το οικογενειακό και περιουσιακό δίκαιο. Ήταν λογικό να γίνει η επικεφαλής πόλη της εμπορικής ένωσης, της Χάνσα.
Οι πόλεις που προϋπήρχαν από την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας χρησιμοποιήθηκαν ως έδρα κάποιου θεσμού και συγκεκριμένα ως έδρες επισκόπων ή μοναστικών ταγμάτων αλλά και ως πρωτεύουσες βασιλείων. Αυτές υπάρχουν στη νότια Ευρώπη και το χαρακτηριστικό τους είναι ότι στη νότια Ιταλία παρακμάζουν, μη μπορώντας να συναγωνιστούν τις εμπορικές της βόρειας Ιταλίας που εκμεταλλεύτηκαν την θέση τους και την κατάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και αναπτύχθηκαν οικονομικά, διότι σε αυτές καταλήγαν τα προϊόντα από τις αραβικές περιοχές και το Βυζάντιο και μετέπειτα τα προωθούσαν στο εσωτερικό της Ευρώπης. Αντίθετα στη νότια Ισπανία όπου οι πόλεις ακμάζουν λόγο της αστικής αντίληψης και παράδοσης που είχαν οι Άραβες κατακτητές. Από την περιοχή της Ν. Ιταλίας έχουμε το παράδειγμα της Νάπολης που αποτελεί κέντρο εξουσίας ως πρωτεύουσα του ομώνυμου βασιλείου.(Benevolo, 1997, σ. 102.)
Η πνευματική και πολιτιστική ανάπτυξη είναι ανάλογη με το βαθμό αστικοποίησης γιατί η επαφή μεταξύ των ανθρώπων ενδυναμώνει τις αλληλεπιδράσεις στις πολιτικές και κοινωνικό-οικονομικές και πνευματικές δραστηριότητες.
Η πόλη αυτή την περίοδο, τον 12ο αιώνα, αποτελεί και πνευματικό κέντρο, το μέσο γέννησης και ανέλιξης μιας καινούριας κοινωνικής κατηγορίας πολιτών, αυτή του διανοούμενου. Το βήμα ύπαρξης αυτής της κατηγορίας παρέχεται από τα πανεπιστήμια που ιδρύονται αυτή ακριβώς την περίοδο και η πόλη τους δίνει το χώρο στον οποίο θα αναπτυχθούν και θα αναπτύξουν την δράση τους, άλλωστε το πανεπιστήμιο προσέδιδε κύρος στην πόλη που το φιλοξενούσε και μερικές πόλεις αποκτούν φήμη για τις σπουδές που προσφέρουν. Σε τρεις, κυρίως, περιοχές της Ευρώπης έχουμε την ανάπτυξη των πανεπιστημίων: στην Ιταλική χερσόνησο και συγκεκριμένα στο Σαλέρνο, στην Μπολόνια και στην Πάδοβα, στο Παρίσι, και στην Αγγλία με το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. (Ασημακόπουλος, 2001, σσ. 64 - 90.)
Στην ανατολή η παρακμή των βυζαντινών πόλεων είναι αντίστοιχη με την παρακμή του Βυζαντινού κράτους. Οι ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες του Βορρά εξαπλώνονται στους θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους εμποδίζοντας την εμπορική δραστηριότητα των βυζαντινών πόλεων με αποτέλεσμα να αναγκάζονται να αναπτύξουν νέες μορφές εμπορικής και πολιτικοκοινωνικής δραστηριότητας. Η βαριά φορολογία του κράτους που ευνοούσε τους εμπόρους και τους βιοτέχνες των πόλεων έναντι των αγροτών που επωμίζονταν το περισσότερο μέρος καθώς και η ανασφάλεια που δημιουργούσαν οι συνεχείς συγκρούσεις με τα βουλγαρικά φύλλα και η πειρατικές επιδρομές των Αράβων, οδήγησαν τον κόσμο πίσω στην ύπαιθρο.(Talbot, 1997, σ. 252.)
Εξαίρεση, προσωρινά, αποτελούν οι πόλεις στα ρωσικά πριγκιπάτα με εμπορικές δραστηριότητες και διοικητικές εξουσίες. Πόλεις όπως το Νοβγκορόντ, το Πσκόφ, το Τβερ, το Σουζνταλ, το Κίεβο κ.α. αποτελούν εμπορικά κέντρα με τη δύση που όμως δεν γνωρίζουν την ανάπτυξη των δυτικών πόλεων. (Berstein, 1997, σ. 303.)
Αλλάζει όμως και η μορφή των πόλεων αφού κάθε σημείο της προφυλάσσεται με τείχη και επεκτείνεται ανάλογα με τις δραστηριότητες και το μέγεθος της πόλης. Οι νέες πόλεις στη Γερμανία και στη Νότιο Γαλλία δημιουργούνται με κανονικό σχέδιο, της σκακιέρας : η αγορά είναι στην πλατεία και πλαισιώνεται από το διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο και στην οποία καταλήγουν οι κύριες οδοί ενώ κάποιες άλλες δημιουργούνται κατά μήκος του δημόσιου δρόμου, αρκετά στενές αφού σε αυτή στεγάζονται εκτός από τις οικίες και οι αποθήκες των εμπόρων.(Gieysztor, 2003, σσ. 305 - 306.)
5. ΕΠΙΛΟΓΟΣ.
Η πόλη σήμερα είναι ένα μέρος το οποίο κατοικείται από σημαντικό αριθμό ανθρώπων και αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων στα οποία παρεμβάλλονται δρόμοι, πάρκα και πλατείες. Οι κάτοικοι της επιδίδονται σε διάφορες οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες και η διατροφή τους δεν εξαρτάται από το έδαφος στο οποίο ζουν αλλά από την ύπαιθρο. Αυτό που την ξεχωρίζει από το χωριό εκτός από τη διαφορά στον αριθμό των κατοίκων, είναι και οι διάφορες δραστηριότητες και λειτουργίες που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της οικονομικής, κοινωνικής και πνευματικής φύσεως, σε αντίθεση με το χωριό το οποίο έχει απλή οικονομία, την γεωργία. Υπάρχει όμως και αλληλεξάρτηση μεταξύ του χωριού και τις πόλης διότι η πόλη για τη διατροφή της απορροφά τα προϊόντα της από την ύπαιθρο. Η ύπαιθρος με τη σειρά της προμηθεύεται από την πόλη τα όργανα και υλικά που χρειάζεται για τις αγροτικές εργασίες και τα καταναλωτικά αγαθά. Η πόλη σήμερα είναι η απόληξη της μεγάλης αστικής ανάπτυξης που ξεκίνησε την περίοδο από τον 11ο μέχρι τον 13ο αιώνα του μεσαίωνα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
- Ασημακόπουλος, Μ., Τσιαντούλας, Α., (2001), Οι επιστήμες της φύσης και του ανθρώπου στην Ευρώπη. Η ιστορία και η θεωρία των επιστημών κατά τον Μεσαίωνα., τ., Α., εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα.
- Γαγανάκης, Κ., (1999), Κοινωνική και οικονομική Ιστορία της Ευρώπης,εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα.
- Λεοντίδου, Λ., Σκλιάς, Π., (2001), Γενική Γεωγραφία, Ανθρωπογεωγραφία και Υλικός Πολιτισμός της Ευρώπης, εκδ., Ε.Α.Π., Πάτρα.
- Benevolo, L., (1997), H πόλη στην Ευρώπη., εκδ., Ελλ., Γράμματα., Αθήνα.
- Berstein, S., Milza, P., (1997), Ιστορία της Ευρώπης. Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα Ευρωπαϊκά κράτη 5ος - 18ος αι., τ. Α' , εκδ., Αλεξάνδρεια, Αθήνα.
- Gieysztor, A., (2003), "Ύπαιθρος και Πόλη, Κοινωνίες και κράτη.", στο Ελένη Αρβελέρ, Maurice Aymard (επιμ.), Οι Ευρωπαίοι. Νεότερη και Σύγχρονη Ευρώπη, εκδ., Σαββάλας, Αθήνα.
- Le Goff, Jacgues, (1991), O Πολιτισμός της Μεσαιωνικής Δύσης, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη.
- David, N., (2000), Η εξέλιξη του Μεσαιωνικού κόσμου. Κοινωνία, Διακυβέρνηση και σκέψη στην Ευρώπη 312 - 1500., εκδ., Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα.
- Pounds, G., J., N., (2001), Ιστορική Γεωγραφία Της Ευρώπης. Από τους Κλασσικούς Πολιτισμούς στο Μεσαίωνα., τ. Α', εκδ., Ε.Α.Π., Πάτρα.
- Runsiman, S., (1993), Βυζαντινός Πολιτισμός, εκδ., Γαλαξίας - Ερμείας, Αθήνα.
- Tamara, T., R., (1997), Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των βυζαντινών., εκδ., Παπαδήμα, Αθήνα.
Η εργασία αυτή βαθμολογήθηκε με 07(επτά)
Σχόλια καθηγητή:
- Η δομή της εργασίας είναι καλή και καλύπτει τα ερωτήματα που τέθηκαν αν και υπάρχουν αναφορές σε εποχή που δεν ζητείται.
- Η γλώσσα είναι καλή αλλά υπάρχουν αρκετά συντακτικά λάθη.
- Τα επιχειρήματα είναι καλά καθώς γίνεται σύγκριση μεταξύ διαφορετικών γεωγραφικών περιοχών της Ευρώπης ως αναφορά τη σχέση με την ύπαιθρο, το ρόλο και τις λειτουργίες της.
- Η κριτική ικανότητα ήταν καλή με ιδιαίτερη πρωτοτυπία σε ορισμένα σημεία.Χρειάζεται περισσότερη και καλύτερη στήριξη των απόψεων που θα μπορούσαν να ενισχυθούν με χρήση διαφορετικών ντοκουμέντων τα οποία θα υποστηρίζουν διαφορετικές απόψεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου