f.v c.b

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2011

ΕΑΠ EΠO12: ΤΡΙΤΗ ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΘΕΜΑ 3ης ΓΡΑΠΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ.

Έχετε μελετήσει μέχρι το κεφάλαιο 11 του Εγχειριδίου μελέτης μαζί με το παράλληλο Κείμενο 2, όπου εξετάζονται οι μεταβολές της γεωγραφίας και του υλικού πολιτισμού της Ευρώπης μέχρι τον 19ο αι. μ. Χ. Στην εργασία αυτή σας ζητείται να σχολιάσετε τεκμηριωμένα και κριτικά το φαινόμενο της μετανάστευσης κατά τον 19ο αι. σε σύγκριση με τον 16ο. Αναζητείστε τους παράγοντες που την δημιουργούν και τις συνέπειές της για τον Ευρωπαϊκό χώρο, ιδιαίτερα σε αστικό επίπεδο. Πού κατευθύνθηκαν κυρίως τα μεταναστευτικά ρεύματα και γιατί; Ποιες οι συνέπειες των πληθυσμιακών εισροών για τους τόπους προέλευσης και για τις περιοχές υποδοχής.

 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ.

   Σκοπός της 3ης εργασίας είναι η κριτική εξέταση της μετανάστευσης κατά τον 19ο αιώνα σε σύγκριση με το 16ο αιώνα. Ένα φαινόμενο το οποίο επηρέασε και επηρεάστηκε από οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες και είναι άμεσα συνυφασμένο με την αστικοποίηση.
   Στην εργασία θα αναδείξω τους παράγοντες που δημιουργούν τη μετανάστευση και κατά πόσο επηρέασε, αυτή, την αστικοποίηση. Θα δούμε την πορεία που ακολούθησαν τα μεταναστευτικά ρεύματα και τους λόγους καθώς και τις επιπτώσεις στις περιοχές υποδοχής.
   Αρχικά, θα ξεκινήσω με μια σύντομη παρουσίαση της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής κατάστασης της Ευρώπης τον 16ο και 19ο αιώνα. Στο δεύτερο μέρος θα ασχοληθώ με τα μεταναστευτικά ρεύματα του 16ου αιώνα και την αστικοποίηση και στο τρίτο μέρος με την μετανάστευση και αστικοποίηση κατά τον 19ο αιώνα. Θα κλείσω την εργασία με τον επίλογο.

2. ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ – ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ.

   Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως την περίοδο που εξετάζουμε βρισκόμαστε στην εποχή της Αναγέννησης και του ουμανισμού, η Ευρώπη διχάζεται από την θρησκευτική μεταρρύθμιση και την αντιμεταρρύθμιση, από την πλευρά της καθολικής εκκλησίας, με χιλιάδες νεκρούς στο βωμό της θρησκείας. Η ανατολική αυτοκρατορία έχει πάψει να υφίσταται από το 1453, με την πτώση της Κωνσταντινούπολης και ένας νέος εχθρός απειλεί την χριστιανική Ευρώπη: οι Οθωμανοί Τούρκοι που έχουν εδραιωθεί στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Ένας εχθρός ο οποίος για να ανακοπεί χρειάζεται χρήμα και στρατό για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά από τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης. Ταυτόχρονα η Ευρώπη συνταράσσεται από συνεχείς πολέμους μεταξύ των δυναστικών οίκων για την πολιτική και οικονομική κυριαρχία στην Ευρώπη. Όλα αυτά συντελούν στην οικονομική επιβάρυνση των κατώτερων στρωμάτων με την επιβολή φορολογικών μέτρων που τους οδηγούν στην εξαθλίωση.
   Είναι η περίοδος στην οποία η χωροδεσποτική εξουσία παραχωρεί τα ηνία στην βασιλική εξουσία τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Η είσοδος του καπιταλισμού στην αγροτική οικονομία αποτελεί καινοτόμο σημείο στην οικονομική ανάπτυξη του 16ου αιώνα με την εξαγορά της γης από τους αστούς και τη νέα τάξη των αξιωματούχων.(1)
   Στην πρώιμη νεότερη περίοδο ο πληθυσμός στην Ευρώπη παραμένει αγροτικός, ενώ η αγροτική παραγωγή και οικονομία αποτελεί, τη βάση, το στήριγμα της κοινωνίας και εξουσίας. Οι αστικοί πληθυσμοί αποστασιοποιούνται από την αγροτική ύπαιθρο απαξιώνοντας τους αγρότες θεωρώντας τους πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Χαρακτηριστικό της περιόδου είναι η παρακμή του φεουδαλισμού στη δυτική Ευρώπη και η επικράτηση του στην ανατολική Ευρώπη καθώς και η επέκταση της καλλιεργήσιμης γης.
   Το εσωτερικό της αγροτικής κοινότητας χαρακτηρίζεται από τετραμερή κοινωνική διαστρωμάτωση, εύποροι κτηματίες από τη μια άκληροι αγρότες από την άλλη με τους τελευταίους να δέχονται τις επιπτώσεις από την αυξανόμενη πληθυσμιακή έκρηξη. Αποτέλεσμα της δημογραφικής αύξησης είναι η άνοδος της φτώχειας, η προσφυγή στην επαιτεία και η αύξηση των περιπλανώμενων άκληρων αγροτών προς ανεύρεση εργασίας.(2) Σταδιακά η γη περνάει στα χέρια της αστικής τάξης οι εύποροι αγρότες γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι με την εξαφάνιση της μεσαίας τάξης.(3)
   Ενώ στη Δυτική Ευρώπη έχουμε την εμφάνιση μιας πρώτης μορφής καπιταλιστικής οικονομίας στον αγροτικό τομέα, με την ολοένα και αυξανόμενη εκμίσθωση των φεουδαρχικών αγροτεμαχίων και την δημιουργία μεγάλων αγροκτημάτων. Δυστυχώς σε αυτού του είδους την αγροτική εκμετάλλευση γης επιβιώνουν ανταγωνιστικά οι προνομιούχοι αφού οι μικροκαλλιεργητές δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν οικονομικά λόγω του υψηλού μισθώματος. Στην ανατολική Ευρώπη η αναβίωση της δουλοπαροικίας αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στην αγροτική πραγματικότητα με την πλήρη εκμετάλλευση και εμπορία των αγροτικών ειδών από την πλευρά των αρχόντων – γαιοκτημόνων.(4)
   Το 19ο αιώνα η βιομηχανική επανάσταση και η κυριαρχία της καπιταλιστικής οικονομίας επηρέασε και τον αγροτικό τομέα με την εμπορευματοποίηση της γης, την εξαφάνιση της μικρής ιδιοκτησίας και την απομάκρυνση του αγροτικού πληθυσμού από τη γη, με την ταυτόχρονη μετατροπή του σε εργατικό δυναμικό στην υπηρεσία της βιομηχανίας. Η εκμηχάνιση της βιομηχανίας προκαλεί μεγάλο πλήγμα στο χώρο των τεχνιτών και τους ωθεί στην ανεργία.(5)
   Από πολιτικής πλευράς είναι η εποχή των επαναστάσεων και των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων, κυρίως των λαών της βαλκανικής χερσονήσου.

3. Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΤΟΝ 16ο ΑΙΩΝΑ.

   Τον 16ο αιώνα ένας νέος άνεμος δημιουργίας πνέει στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Είναι η εποχή της Αναγέννησης και του Ουμανισμού, η εποχή όπου ο άνθρωπος τίθεται στο επίκεντρο της δημιουργίας και τονίζεται η δυναμική του και η χειραφέτηση του από το μεταφυσικό.
   Ο πληθυσμός παραμένει αγροτικός και η νέα κρατική οντότητα, το έθνος – κράτος, με χαρακτηριστικό την συγκεντρωτική εξουσία, εμποτισμένη από την έννοια του έθνους, την κοινή γλώσσα και τα έθιμα, προσπαθεί να επιβάλλει την εξουσία της και να ορθοποδήσει.
   Η Ευρώπη επεκτείνεται προς το νέο κόσμο και την Ασία αλλά η απειλή εξ ανατολών συνεχίζει να υφίσταται και ο πληθυσμός θα παρουσιάζει αυξητική τάση. Οι πόλεις παραμένουν μικρές και πολλοί αγρότες είναι καθηλωμένοι στην ύπαιθρο. Αν και δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για τον πληθυσμό της Ευρώπης, αυτός αυξάνεται και η μετανάστευση από την ύπαιθρο προς τα αστικά κέντρα αποτελεί τον κινητήριο μοχλό ανάπτυξης των πόλεων. Η μετανάστευση είναι κυρίως εσωτερική, εντός δηλαδή της Ευρωπαϊκής ηπείρου, αρχίζει να αναπτύσσεται, όμως, και η εξωτερική μετανάστευση προς το νέο κόσμο και τις υπόλοιπες αποικίες των ευρωπαϊκών κρατών.

Λόγοι μετανάστευσης.

   Κατά το 16ο αιώνα οι έμποροι πέραν τον εμπορικών δραστηριοτήτων τους κάνουν στροφή σε νέα είδη οικονομικών δραστηριοτήτων με σκοπό, την αύξηση της δύναμης τους έναντι των υπόλοιπων αστικών στρωμάτων και καλυτέρευσης
   Μια από αυτές τις δραστηριότητες είναι η αγορά ακινήτων στην ύπαιθρο και στις πόλεις και ο δανεισμός αγροτών, ευγενών και μοναρχών. Ο δανεισμός έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις, ιδιαίτερα σε περιόδους όπου οι σοδειές ήταν καταστροφικές, και είχε ως αποτέλεσμα τον έλεγχο των αγροτών από τους αστούς δανειστές τους. Η αδυναμία των αγροτών να αποπληρώσουν τα δάνεια που έπαιρναν, τα οποία επιβαρύνονταν με υψηλούς τόκους, οδήγησε στον έλεγχο της αγροτικής γης και στην μεταβίβαση της ιδιοκτησίας στους αστούς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την μετατροπή των αγροτών σε μετακινούμενο εργατικό δυναμικό προς ανεύρεση εργασίας, κυρίως προς τις πόλεις.(6)
   Τον 16ο αιώνα εμφανίζεται και μια πρώτη μορφή καπιταλισμού με την παρακμή της φεουδαρχίας στη δυτική Ευρώπη. Οι περισσότεροι χωρικοί ήταν ενοικιαστές ή καλλιεργούσαν τα κτήματα του γαιοκτήμονα και του παραχωρούσαν μερίδιο από την παραγωγή. Η πληθυσμιακή αύξηση είχε ως αποτέλεσμα την παράλληλη αύξηση των μικροκληρούχων, με τους τελευταίους να είναι σε δεινή οικονομική θέση μην μπορώντας να ανταπεξέλθουν οικονομικά και προσφεύγοντας στον δανεισμό, κάτι που τους οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στη φτώχεια και στη μετανάστευση. Η επιβολή φόρων στους αγρότες από τρεις διαφορετικούς θεσμούς, εκκλησία, κράτος και φεουδάρχες, και οι καταστροφικές σοδειές προστίθενται στους λόγους που οδηγούν στη φτώχεια τους αγρότες με άμεσο επακόλουθο την αναζήτηση καλύτερης τύχης σε άλλο μέρος.(7)
   Ο κυριότερος λόγος που οδήγησε στη μετανάστευση κατά το 16ο αιώνα ήταν και οι δυναστικοί πόλεμοι, με κυριότερο τον τριακονταετή πόλεμο, αλλά και οι θρησκευτικοί πόλεμοι, μεταξύ καθολικών και προτεσταντών, τους οποίους τροφοδότησε η θρησκευτική μισαλλοδοξία της Μεταρρύθμισης και της Αντιμεταρρύθμισης.
   Παρατηρούνται μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, ανάλογα με τα θρησκευτικά τους πιστεύω, λόγο της καταναγκαστικής, και πολλές φορές βίαιης, εκδίωξης τους από τις πατρογονικές τους εστίες, ανάλογα με το δόγμα που επικρατεί σε αυτές. Από τις μεγαλύτερες μεταναστεύσεις πληθυσμών ήταν αυτή που προήλθε μετά τη «Σφαγή του Αγίου Βαρθολομαίου», στην οποία 12.000 Γάλλοι προτεστάντες μεταναστεύουν στην Προτεσταντική Ελβετία για να γλιτώσουν από τη σφαγή που εξαπέλυσαν οι καθολικές δυνάμεις στη Γαλλία.(8)
   Πέρα από την εσωτερική μετανάστευση έχουμε με τις ανακαλύψεις του νέου κόσμου και την δημιουργία αποικιών και εξωτερική μετανάστευση για την επάνδρωση και έλεγχο των αποικιών.

Αστικές λειτουργίες τον 16ο Αιώνα.

   Η αστική μορφή στην Ευρώπη της Αναγέννησης αποτελούνταν από χωρία μικρού πληθυσμιακού αριθμού, αλλά ευνοούμενου από τη θέση που κατείχαν στο χώρο. Οι περιοχές που αστικοποιήθηκαν ήταν αυτές που είχαν τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή πυκνότητα.(9) Ο αριθμός του πληθυσμού που κατοικεί σε αστικά κέντρα αποτελεί μόνο το 15% με βασική ασχολία την εκμετάλλευση της γης. Επίσης, η μετανάστευση από τις αγροτικές περιοχές προς τις πόλεις αποτελεί γνώρισμα της περιόδου.
   Στα δυτικά και κεντρικά της Ευρώπης υπήρχε η «πόλη εμπορικό κέντρο» η οποία αποτελούσε την κύρια διαδικασία εξέλιξης των πόλεων με την οικονομική και εμπορική κίνηση κυρίαρχη και με την ύπαρξη επαρκών εδαφών κατάλληλων να σιτίσουν τον πληθυσμό της πόλης.
   Η πόλη «πρωτεύουσα» στην οποία συντελούνται όλες οι διαδικασίες αποφάσεων αποτελεί μία κατηγορία πόλεων της εποχής. «Οι μεγάλες πόλεις όφειλαν το μέγεθος τους στην «υπέρτατη εξουσία και δύναμη», γιατί η κυβέρνηση «προσελκύει την εξάρτηση, και η εξάρτηση τη συνάθροιση και η συνάθροιση το μεγαλείο» έλεγε ο Botero. Οι πόλεις πρωτεύουσες ήταν και οι μεγαλύτερες πόλεις, χωρίς να είναι βέβαιο ότι αυτό συνεπαγόταν από το μέγεθος μιας χώρας.(10) Η ανάπτυξη αυτού του είδους των πόλεων συνεπάγεται και από τη δημιουργία μόνιμων κυβερνητικών βάσεων. Το Παρίσι είχε πληθυσμό περίπου 200.000 κατοίκων με ανάπτυξη αναγκών οικονομικού και κοινωνικού περιεχομένου όπως για παράδειγμα η συνεχόμενη τροφοδότηση της πόλης. Η μοναδική μεγαλύτερη πληθυσμιακά πόλη της εποχής μέχρι και τα μέσα του 16ου αιώνα, υπήρξε η Κωνσταντινούπολη με πληθυσμό 500.000 κατοίκους ενώ το Λονδίνο και η Μόσχα είχαν το μέγεθος μικρών κωμοπόλεων.
   Η πόλη «λιμάνι» αποτελεί ένα ακόμα δείγμα αστικού κέντρου της εποχής τα οποία ήταν ήδη γνωστά όπως η Γένοβα, η Βενετία, η Βαρκελώνη και η Μασσαλία. Κατά το 16ο αιώνα οι ανακαλύψεις και η δημιουργία του Νέου Κόσμου ευνόησαν τις εμπορικές συναλλαγές και τη δημιουργία οδικών συνδέσμων. Ως αποτέλεσμα των ανακαλύψεων είχαμε τη δημιουργία νέων αστικών σημείων στην Ιβηρική χερσόνησο (Σεβίλλη, Λισαβόνα) και στις Κάτω Χώρες (Μπριζ, Αμβέρσα και αργότερα Άμστερνταμ).
   Η χάραξη των πόλεων στο εσωτερικό τους δεν διέφερε από αυτό του 14ου αιώνα. Οι δρόμοι ήταν στενοί και βρόμικοι. Οι οικίες ήταν κολλητά χτισμένες, τα «δημόσια κτίρια, όπως το δημαρχείο, καθώς και οι πύργοι και οι οβελίσκοι των ναών»(11) ήταν αυτά που δέσποζαν στο κέντρο. Το υλικό που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή των πόλεων ήταν το ξύλο και ο πηλός. Οι πόλεις δεν εκτείνονταν μακριά από τα τείχη τους παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις όπως για παράδειγμα η Νυρεμβέργη.(12)
   Η ύδρευση και η αποχέτευση παρέμενε η ίδια από τον 14ο αιώνα με αποτέλεσμα την ύπαρξη ακατάλληλου προς πόση νερού και την δημιουργία επιδημιών καθώς και της μόλυνσης των ποταμών. Το πρόβλημα της ύδρευσης προέκυπτε από την αδυναμία των πόλεων να έχουν υπό την κυριαρχία τους έδαφος και πηγές μακριά από τα τείχη τους.(13) Η προμήθεια των μεγάλων πόλεων απαιτούσε την εισαγωγή τροφίμων από άλλες περιοχές, ενώ οι μικρές πόλεις μπορούσαν να συντηρήσουν μόνες τους κατοίκους τους.

3. Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ.

   Ο 19ος αιώνας σημαδεύτηκε από την εκμηχάνιση της βιομηχανίας, την ανάπτυξη των μεταφορικών μέσων, την ανάπτυξη του εμπορίου, την συνεχόμενη από τον 18ο αιώνα δημογραφική αύξηση και τις επαναστάσεις για εθνική ανεξαρτησία. Είναι η περίοδος μετάβασης από την αγροτική στην καπιταλιστική οικονομία και η μετεξέλιξη της κοινωνίας, από την αγροτική στη βιομηχανική.
   Η μεγαλύτερη μετανάστευση πραγματοποιείται προς το νέο κόσμο οπού οι Ευρωπαίοι κατά χιλιάδες αναχωρούν για την Αμερική αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο. Οι συνθήκες είναι ευνοϊκές αφού η οικονομική ανάπτυξη της ηπείρου θεωρείται ευοίωνη και απαιτούνται αρκετά εργατικά χέρια.

Λόγοι που οδηγούν στη μετανάστευση.

   Η αύξηση του πληθυσμού ευνοείται από την μείωση των θανάτων χάρη στα νέα επιτεύγματα της επιστήμης και της ιατρικής ( ανακαλύψεις του Παστέρ, νέα εμβόλια κ.α), στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, στην καλύτερη διατροφή (λόγο της αυξημένης γεωργικής παραγωγής και της μείωσης των τιμών) και η αύξηση των γάμων και η τέλεση αυτών σε μικρή ηλικία.(14)
   Η πυκνότητα του πληθυσμού είναι μεγάλη και οι γεννήσεις περισσότερες από τους θανάτους. Η αύξηση του πληθυσμού τροφοδοτεί τις πόλεις με μετανάστες από την αγροτική ύπαιθρο η οποίοι καταφεύγουν στις πόλεις αναζητώντας επαγγελματική αποκατάσταση και ευκαιρίες στην βιομηχανική πόλη. Άμεσο αποτέλεσμα αυτής της μετακίνησης ήταν η ερήμωση της υπαίθρου και ο αστικός πληθυσμός θα ξεπεράσει, για πρώτη φορά, τον αγροτικό.(15)
   Η εξωτερική μετανάστευση συνεχίζεται από χώρες όπως η Αγγλία και η Γερμανία όπου εξάγουν πλεονάζον εργατικό δυναμικό ενώ η Γαλλία που δεν έχει την ανάλογη αύξηση του πληθυσμού δέχεται μεταναστευτικά ρεύματα από χώρες όπως η Ελβετία το Βέλγιο η Γερμανία και η Ιταλία. Στην ανατολική Ευρώπη η εξωτερική μετανάστευση προκαλείται από την απουσία ισχυρής βιομηχανίας που δεν είναι σε θέση να απορροφήσει το πλεονάζον εργατικό δυναμικό με αποτέλεσμα αυτό να στρέφεται στην υπερπόντια μετανάστευση.(16)
   Η Ιρλανδία αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εξαγωγής μεταναστών προς το νέο κόσμο αφού στο τέλος του αιώνα ο μισός της πληθυσμός βρίσκεται σε άλλη χώρα. Ο λόγος που οδήγησε τους Ιρλανδούς στη μετανάστευση είναι καθαρά οικονομικός. Οι Ιρλανδοί μαστίζονται από ανεργία και στο σύνολο τους αποτελούν εποχιακούς εργάτες. Η οικονομική τους δυσπραγία δεν τους επιτρέπει να τρέφονται με τρόφιμα υψηλής διατροφικής αξίας όπως κρέας, δημητριακά, οπότε στρέφονται στην καλλιέργεια της πατάτας. Από το 1840 έως το 1845 η καλλιέργεια της πατάτας πλήττεται από μια ασθένεια που καταστρέφει τις σοδειές και προκαλείτε σιτοδεία η οποία σε συνδυασμό με τις επιδημίες που βρίσκουν πρόσφορο έδαφος λόγο της ανεπαρκούς διατροφής οδηγεί στο θάνατο 1,5 εκατομμύριο Ιρλανδών και 1 εκατομμύριο στην μετανάστευση. Η μετανάστευση των Ιρλανδών έγινε αποκλειστικά προς τις Η.Π.Α. δημιουργώντας προβλήματα στον ντόπιο πληθυσμό διότι οι Η.Π.Α. αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα και οι φτωχοί Ιρλανδοί δέχονται να δουλέψουν με αρκετά χαμηλούς μισθούς, κάτι που προκαλεί την αντίδραση του ντόπιου εργατικού δυναμικού.(17)
   Τα στοιχεία που μας δίνουν οι Berstein και Milza για το μέγεθος της εξωτερικής μετανάστευσης είναι χαρακτηριστικά : «Ο αριθμός των Ευρωπαίων που εγκατέλειψαν τη γηραιά ήπειρο μεταξύ 1871 και 1915 εκτιμάται σε 36 εκατομμύρια, στους οποίους πρέπει να προστεθούν 5 η 6 εκατομμύρια Ρώσοι που διέβησαν τα Ουράλια για να εγκατασταθούν στις αχανείς εκτάσεις της Σιβηρίας και της κεντρικής Ασίας.» Η μετανάστευση δεν είναι οριστική και πολλοί από τους μετανάστες επιστρέφουν στις βάσεις τους μετά από κάποιο χρονικό διάστημα.(18)
   Οι λόγοι που οδηγούν των άνθρωπο στη μετανάστευση είναι κατά κύριο λόγο οικονομικοί. Η παρακμή της αγροτικής οικονομίας και η υποβάθμιση της υπαίθρου από την ανεπτυγμένη βιομηχανικά αστική περιοχή αλλά και η εκμηχάνιση που οδήγησε στην ανεργία πολλούς τεχνίτες.
   Η θρησκεία συνεχίζει να αποτελεί παράγοντα μετανάστευσης, αυτή τη φορά υπό μορφή διώξεων πληθυσμών, που δεν ανήκουν στον χριστιανικό κόσμο και συγκεκριμένα τους Εβραίους οι οποίοι υφίστανται διώξεις από την εποχή της Μεταρρύθμισης. Τον 19ο αιώνα οι Εβραίοι διώκονται από τη Ρωσία και οδηγούνται στην υπερπόντια μετανάστευση, στις Ηνωμένες πολιτείες Αμερικής, σε αντίθεση με τους προηγούμενους αιώνες που στρέφονταν στην εσωτερική μετανάστευση.
   Η μεγαλύτερη μετανάστευση πραγματοποιείται προς το νέο κόσμο οπού οι Ευρωπαίοι κατά χιλιάδες αναχωρούν για την Αμερική αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο. Οι συνθήκες είναι ευνοϊκές αφού η οικονομική ανάπτυξη της ηπείρου θεωρείται ευοίωνη και απαιτούνται αρκετά εργατικά χέρια.
   Η μετανάστευση προς το νέο κόσμο αποτέλεσε και αντικείμενο εκμετάλλευσης από την πλευρά των ναυτιλιακών εταιριών προς τα φτωχά στρώματα καλλιεργώντας το μύθο για τη γη της επαγγελίας και τρέφοντάς τους με ψεύτικες προσδοκίες για αποκατάσταση, επιτυχία και περιπέτεια.(19)
   Τη μετανάστευση ευνοεί και η έκρηξη που πραγματοποιείται στα μέσα μαζικής μεταφοράς: η ατμομηχανή αρχικά και μετέπειτα η έλευση του σιδηροδρόμου. Με την εφεύρεση της ατμομηχανής οι παραγωγικές μονάδες απελευθερώνονται από την υποχρεωτική πρόσδεση τους στην ύπαιθρο, λόγω της χρήσης του νερού ως κινητήριας δύναμης στην παραγωγική διαδικασία, και μεταφέρονται στα αστικά κέντρα. Η έλευση των σιδηροδρόμων δίνει ώθηση στο εμπόριο υλικών αγαθών σε μακρινές αποστάσεις παρέχοντας ασφάλεια και οικονομία. Επίσης επέφερε και μια πρωτοφανή βιομηχανική ανάπτυξη γύρω από τους σιδηροδρόμους καθώς και την απασχόληση χιλιάδων εργατικών χεριών για την κατασκευή τους.(20)

Συνέπειες της μετανάστευσης.

   Τα αποτελέσματα της εξωτερικής μετανάστευσης επικεντρώνονται στο πολιτιστικό επίπεδο μεταφέροντας τον πολιτισμό και τον τρόπο ζωής και σκέψης των Ευρωπαίων σε κάθε γωνία του κόσμου. Το κυριότερο είναι όμως η κυριαρχία των ευρωπαϊκών κρατών στον κόσμο στο οικονομικό και κοινωνικό πεδίο.(21)
   Η μετανάστευση επηρεάζει πάρα πολύ την μορφή της πόλης και τις συνθήκες διαβίωσης σε αυτή. Ο τρόπος ανάπτυξης της πόλης είναι ακανόνιστος και άναρχος αφού δεν υπάρχει πολεοδομικό σχέδιο ενώ οι συνθήκες υγιεινής είναι ανεπίτρεπτες και επικίνδυνες για τη δημόσια υγεία. Οι εργατικές κατοικίες στερούνται αποχετευτικού δικτύου και τρεχούμενου νερού, η ατμόσφαιρα γίνεται αποπνικτική με τους ρύπους των εργοστασίων να ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα και να συντελούν στην εξάπλωση χολέρας και τυφοειδούς πυρετού.
   Παράλληλα η ένδεια και η φτώχεια αποτελούν παράγοντες αύξησης της εγκληματικότητας, της βίας και της πορνείας. Αυτές οι συνθήκες αναγκάζουν τους μεσοαστούς να εγκαταλείψουν την πόλη και να εγκατασταθούν σε προάστια. Στην εγκατάλειψη της πόλης από την μεσαία αστική τάξη θα συνδράμουν και τα νέα μεταφορικά μέσα, ειδικά η ανάπτυξη του σιδηρόδρομου.(22)
  Η αποσυμφόρηση των πόλεων αποτελεί για τις κυβερνήσεις μεγάλο πρόβλημα, η λύση του οποίου βρίσκεται στη στροφή της μετανάστευσης έξω από την ευρωπαϊκή ήπειρο. Ενδεικτικά αναφέρω την αύξηση του πληθυσμού σε διάφορες πόλεις: η αύξηση του πληθυσμού στο Λονδίνο φτάνει τις 130.000, στο Μάντσεστερ τις 70.000, στο Παρίσι ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά 120.000 μέσα σε μια πενταετία (1841-1846), στο Βερολίνο κατά 180.000.
   Ενώ η αστική ανάπτυξη κορυφώνεται, προσπαθώντας να φιλοξενήσει τη νέα εργατική τάξη που απασχολείται στη βιομηχανία και στα εργοστάσια, οι συνθήκες διαβίωσης είναι άσχημες και επιβαρύνονται από την αθρόα έλευση μεταναστών στις πόλεις με αποτέλεσμα να στοιβάζονται σε παράγκες για ένα κομμάτι ψωμί και να θερίζονται από τους λοιμούς και τις αρρώστιες. Παράλληλα η ανάγκη των ανθρώπων να ανήκουν κάπου επαυξάνει την ταξική συνείδηση και δημιουργεί ταξικές διαφορές.(23)

Αστικοποίηση τον 19ο αι.

   Κύριο γνώρισμα των αστικών κέντρων του 19ου αι. υπήρξε η αύξηση του πληθυσμού. Στην Ευρώπη η άνοδος του πληθυσμού ανέρχονταν στο 170%, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις που αποτελούσαν εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα, ενώ δεν ίσχυε το ίδιο για τις πόλεις που αποτελούσαν χώρους εξόρυξης πρώτων υλών. Οι μικρές πόλεις χρησίμευαν μόνο ως κέντρα αγορών ενώ, οι μεγάλες πόλεις είχαν «διοικητικές, εμπορικές και κατασκευαστικές λειτουργίες».(24)
   Ένα νέο είδος πόλης δημιουργήθηκε μετά το 1850 τα «θέρετρα», τα οποία εμφανίστηκαν «είτε στην ενδοχώρα, κοντά σε ιαματικές πηγές, είτε παραθαλάσσια» και παρείχαν ξεκούραση ιδιαίτερα στη μεσαία τάξη ανθρώπων εξ’ αιτίας του πλούτου αυτής της κατηγορίας ανθρώπων. Η πόλη - πρωτεύουσα συγκέντρωνε το μεγαλύτερο πληθυσμό καθώς και «διοικητικές λειτουργίες».(25) Οι χώρες με τη μεγαλύτερη αστικοποίηση ήταν η Γαλλία, η Αγγλία, η Γερμανία, η Ιταλία και οι Κάτω Χώρες, ακολουθούσαν η Ρωσία και Σκανδιναβία και τέλος, τα Βαλκάνια και η Ιβηρική χερσόνησος είχαν το μικρότερο βαθμό αστικής ανάπτυξης.
   Η εσωτερική μετανάστευση βοηθούσε στην αύξηση του πληθυσμού των πόλεων από την άλλη όμως, η θνησιμότητα, κυρίως των ηλικιωμένων, ήταν ιδιαίτερα υψηλή και οφειλόταν στις άσχημες συνθήκες διαβίωσης και στη δυσκολία τροφοδότησης των αστικών κέντρων. Η τροφοδότηση των πόλεων με αγαθά ήταν ιδιαίτερα δύσκολη και οδήγησε στην ανάπτυξη μηχανισμών όπως οι σταθερές και εξειδικευμένες αγορές. Επίσης, η σύσταση μόνιμου συστήματος μεταφορών από μακρινές αποστάσεις, βοήθησε στην εξάλειψη της πείνας.
   Οι συνθήκες στέγασης συμβάδιζαν με την μεγάλη αύξηση του πληθυσμού των πόλεων μοιράζοντας τους ανθρώπους ανάλογα με την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκαν. Αρχικά η πολυπληθής τάξη των εργατών κατοικεί σε όμοια, παρατεταγμένα σπίτια με αυλές που συναντώνται και αργότερα σε πολυκατοικίες, οι οποίες ως συνήθως παρέχονται από τους εργοδότες τους, με άσχημες συνθήκες διαβίωσης. Ο άνθρακας εξακολουθεί να είναι η κύρια μορφή ενέργειας μέχρι και το 1850 όπου και εισάγεται το γκάζι ως νέα μορφή ενέργειας, ενώ η ηλεκτρική ενέργεια δεν θα εμφανιστεί παρά μόνο δυο δεκαετίες αργότερα.(26)
   Σύμφωνα με την έρευνα, στις Η.Π.Α, του κοινωνιολόγου E.W. Burgess το μοντέλο που ακολουθείται στην ανάπτυξη των πόλεων είναι αυτό των ομόκεντρων κύκλων όπου στο κέντρο βρίσκονται τα γραφεία και οι επιχειρήσεις, στην περιφέρεια υπάρχει η μεταβατική ζώνη και ακολουθεί όλο και πιο ψηλά η εγκατάσταση των εύπορων αστικών στρωμάτων.
   Άλλη έρευνα, για το Λονδίνο, που πραγματοποιήθηκε από τον Τσάρλς Μπούθ καταλήγει στην διαπίστωση ότι στο κέντρο κατοικεί ο φτωχός πληθυσμός και όσο κινούμαστε προς τα έξω συναντάμε πολυτελής συνοικίες. Ο Ένγκελς αποκαλύπτει την άναρχη, χαρακτηριστική, αστική ανάπτυξη του Μάντσεστερ. Στο κέντρο βρίσκεται η εμπορική συνοικία με τα γραφεία και τις αποθήκες και στην οποία δεν κατοικεί κανένας. Ακολουθούν περιμετρικά οι εργατικές κατοικίες και στη συνέχεια οι κατοικίες των μικροαστών και ακολούθως οι συνοικία των μεγαλοαστών. Όλα αυτά σε διάταξη ομόκεντρων κύκλων.(27)
   Οι πόλεις της εποχής του 1815 δεν διέφεραν ιδιαίτερα από αυτές του 16ου αιώνα. Το ξύλο ήταν το κύριο υλικό για την κατασκευή των κτηρίων, λόγω του μικρού κόστους, με εξαίρεση τα δημόσια κτίσματα στο κέντρο των πόλεων. Μέχρι τον 19ο αιώνα είχε αρχίσει η χρήση πέτρας στη δόμηση των κτιρίων κυρίως στα κέντρα των άστεων. Ο τρόπος δόμησης μέσα στην πόλη εξακολουθούσε να είναι σπίτια κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο με μικρούς, βρόμικους δρόμους. Τα «δημόσια σιντριβάνια» ήταν η μόνη πηγή νερού για τους κατοίκους και «οι ανάγκες υγιεινής καλύπτονταν από βόθρους». Επίσης δεν υπήρχε η δυνατότητα να απομακρυνθούν οι αποχετεύσεις από το πόσιμο νερό, επομένως τα προβλήματα της ύδρευσης εξακολουθούσαν να ταλαιπωρούν τον πληθυσμό των πόλεων επιφέροντας επιδημίες και θανάτους.
   Ένα ακόμα φαινόμενο των πόλεων της εποχής που μελετάμε ήταν οι «στάβλοι» και τα «αμαξοστάσια» τα οποία εξυπηρετούσαν ως χώροι στάθμευσης. Οι πόλεις συνέχιζαν να έχουν τα τείχη των μεσαιωνικών χρόνων τα οποία είχαν κυρίως ρόλο διακοσμητικό και πολλές από αυτές είχαν απλωθεί πολύ πιο πέρα από αυτά.. Επίσης, η μετακίνηση των ανθρώπων από τις αγροτικές περιοχές στις πόλεις ήταν σύνηθες φαινόμενο και ιδιαίτερα σε περιοχές όπου δεν υπήρχαν δυνατότητες ύπαρξης συμπλήρωσης των εισοδημάτων τους από «οικιακές τέχνες».(29)
   Στην ανατολική Ευρώπη και στη Ρωσία δεν παρατηρείται η ίδια ανάπτυξη και ο αριθμός των κατοίκων δεν υπερβαίνει τους 2.000. Οι πόλεις αποτελούνταν από ένα παλάτι με τείχη γύρω του και γύρω από αυτό μια πυκνά χτισμένη περιοχή που οδηγεί σε ένα προάστιο. Η Αγία Πετρούπολη υπήρξε σημαντικό «πολιτικό και εμπορικό» κέντρο της Ρωσίας η οποία στο τέλος του 18ου αιώνα δεν υπερέβαινε τους 336.000 κατοίκους.(30)

5. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

   Η μετανάστευση προκαλεί την ανάπτυξη των πόλεων και επηρεάζει τη μορφή αυτών και τα δυο φαινόμενα όμως προκαλούνται από την εκβιομηχάνιση, την εξέλιξη των μέσων μαζικής μεταφοράς και την αντικατάσταση του φεουδαρχικού συστήματος από το καπιταλιστικό. Η αστικοποίηση τον 16ο αιώνα είναι διαφορετική από αυτή του 19ου αιώνα, διότι ο πληθυσμός που κατοικεί στις πόλεις είναι μικρός και η εξέλιξη τους μικρή. Τον 19ο αιώνα όμως η μεταφορά της παραγωγικής διαδικασίας και οι νέες τεχνολογίες οδηγούν τον κόσμο στην πόλη, δυστυχώς όμως αυτές δεν ήταν έτοιμες να δεχθούν το μαζικό κύμα των μεταναστών και η άναρχη επέκταση τους, για την στέγαση όλο και περισσοτέρων εργατών, επέφερε αλλαγές στη μορφή της πόλης. Η κοινωνική διαστρωμάτωση στην πόλη είναι διακριτή και οι συνοικίες επανδρώνονται ανάλογα με την κοινωνική θέση, κάτι που γίνεται και μέχρι σήμερα.
   Η μετανάστευση είναι εσωτερική, εντός της ηπείρου, και εξωτερική, εκτός ηπείρου. Τον 16ο αιώνα τα μεταναστευτικά ρεύματα στρέφονται προς το εσωτερικό της ηπείρου, αφού για τους περισσότερους είναι αδύνατη η μεταφορά τους προς τα έξω, εν αντιθέσει με το 19ο αιώνα όπου η μετανάστευση κλίνει προς τις αποικίες εμφορούμενη από την εξέλιξη των μεταφορών. Η μετανάστευση είναι ένα φαινόμενο που υφίσταται και στις ημέρες μας η αναζήτηση του ανθρώπου για ένα καλύτερο αύριο, ένα κομμάτι ψωμί, ειρήνη και ευημερία τον σπρώχνει στον εκπατρισμό και στο άγνωστο. Δυστυχώς και σήμερα που η εξέλιξη του ανθρώπου είναι τεράστια σε σχέση με τους αιώνες που εξετάζουμε, τα κράτη της Ευρώπης αντιμετωπίζουν πρόβλημα από την αθρόα εισροή μεταναστών, από τις χώρες του τρίτου κόσμου, και η μεταναστευτική τους πολιτική παραμένει ελλιπής.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Berenger, 1990, σσ. 307 - 309.
(2) Ό. π., σ. 319
(3) Γαγανάκης, 1999, σσ. 128 - 131.
(4) Berenger, 1990, σσ. 310 - 315.
(5) Γαγανάκης, 1999, σ. 248.
(6) Ό. π., σσ. 119 - 121.
(7) Ό. π., σσ. 128 - 130.
(8) Ό. π., σσ. 135, 136.
(9) Pounds, 2001, σ. 28.
(10) Ό. π., σ. 28.
(11) Ό. π., σ. 28.
(12) Ό. π., σ. 28.
(13) Ό. π., σ. 28.
(14) Bruns, 1988, σ. 39.
(15) Charlot, 2003, σ. 307.
(16) Berstein, 1997, σ. 178 - 181.
(17) Charlot, 2003, σσ. 302, 303.
(18) Milza, 1997, σ. 181.
(19) Ό. π., σσ. 181, 182.
(20) Bruns, 1988, σσ. 30 - 46.
(21) Milza, 1997, σ. 178.
(22) Charlot, 2003, σ. 306.
(23) Bruns, 1988, σσ. 39, 47 - 48.
(24) Pounds, 2001, σ. 195.
(25) Ό. π., σ. 197.
(26) Λεοντίδου, 2001, σσ. 254, 255.
(27) Charlot, 2003, σ. 308.
(28) Pounds, 2001, σ. 80.
(29) Ό. π., σ. 81.
(30) Λεοντίδου, 2001, σ. 223.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.

• Γαγανάκης, Κ., Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης, ΕΑΠ, Πάτρα, 1999.

• Λεοντίδου, Λ., Σκλιάς, Π., Γενική Γεωγραφία, Ανθρωπογεωγραφία και Υλικός Πολιτισμός της Ευρώπης, ΕΑΠ, Πάτρα, 2001.

• Berenger, J., Contamine, P., Γενική Ιστορία της Ευρώπης. Η Ευρώπη από το 1300 μέχρι το 1660, Παπαζήση, Αθήνα, 1990.

• Berstein, S., Milza, P., Ιστορία της Ευρώπης. Η Ευρωπαϊκή συμφωνία και η Ευρώπη των εθνών1815-1919, Αλεξάνδρεια, τ. β΄, Αθήνα, 1997.

• Burns, Ε., Ευρωπαϊκή ιστορία. Εισαγωγή στην Ιστορία και τον Πολιτισμό της νεότερης Ευρώπης, Παρατηρητής, τ. β’, Θεσσαλονίκη, 1988.

• Charlot, M., « Δημογραφικοί και Κοινωνικοί Μετασχηματισμοί» στο Ελένη Αρβελέρ, Aymard, Μ., (επιμ), Οι Ευρωπαίοι. Νεότερη και Σύγχρονη Ευρώπη, Σαββάλας, Αθήνα, 2003.

• Pounds, N., J., G., Ιστορική Γεωγραφία της Ευρώπης, Η μοντέρνα Ευρώπη, ΕΑΠ, Τόμος Β΄, Πάτρα, 2001.

Η εργασία βαθμολογήθηκε με 7,5.
Σχόλια καθηγητή:
   Η δομή της εργασίας είναι καλή και καλύπτει τα ερωτήματα που τέθηκαν. Δεν γίνεται σύγκριση διαφορετικών απόψεων για το θέμα και η δομή της πόλης αναλύεται πολύ λίγο. Χρειάζεται μεγαλύτερη προσπάθεια αξιοποίησης των πηγών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου