f.v c.b

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

ΕΑΠ ΕΠΟ33: ΤΡΙΤΗ ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Θέμα 3ης εργασίας:
  Σε όσα διαβάσατε μέχρι τώρα, θα διαπιστώσατε πως στην πορεία προς την Ευρωπαϊκή ενοποίηση εμφανίστηκαν χαρακτηριστικά αδράνειας στη δεκαετία του 1970 ενώ στη δεκαετία του 1980 αυτό αρχίζει να αντιστρέφεται. Ποιοι θεωρείτε πως είναι οι κυριότεροι παράγοντες που συνετέλεσαν, εκείνη την περίοδο, στην υποχώρηση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος και ποιοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην απόκτηση μιας νέας δυναμικής;

Περιεχόμενα:
  1. Εισαγωγή.
  2. Οι λόγοι της Στασιμότητας. 2.1 Οι Διεθνείς Κρίσεις.
  3. Η Νέα Δυναμική στη Δεκαετία του 1980. 3.1 Ο Δρόμος προς την Ένωση. 3.2 Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη.
  4. Επίλογος.

1. ΕΙΣΑΓΩΓΉ.

   Έχουν ήδη συμπληρωθεί περισσότερα από πενήντα χρόνια από την διακήρυξη του Σχεδίου Schuman και έκτοτε η πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης χαρακτηρίστηκε από πολλές παλινδρομήσεις, αναστολές και αλλεπάλληλες κρίσεις. Όμως, τα θεμέλια που έθεσαν οι μηχανισμοί των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και η επίπονη προσπάθεια, ανθρώπων, οραματιστών για κοινωνική, πολιτική και οικονομική ευμάρεια, κατάφεραν να οδηγήσουν στο στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία αποτελεί πλέον ένα μόνιμο πλαίσιο ευρωπαϊκής προοπτικής. Αυτή η διαδρομή έγινε με πολλές στάσεις και συνάντησε πολλά εμπόδια. Η αδράνεια που χαρακτήρισε την Ευρωπαϊκή Κοινότητα τη δεκαετία του 1970 εμφανίστηκε να υποχωρεί από τα μέσα της δεκαετίας του 1980.
   Στην εργασία αυτή θα αναλύσουμε τις εξελίξεις και τις μεταρρυθμίσεις που οδήγησαν την προσπάθεια αυτή από περιόδους στασιμότητας σε μία νέα κινητικότητα. Στην αρχή θα κάνουμε αναφορά στα χαρακτηριστικά αδράνειας που εμφανίστηκαν στη δεκαετία του 1970. Στην συνέχεια θα αναφερθούμε στην δεκαετία του 1980, κατά την οποία τα προβλήματα που είχαν συσσωρευτεί ύστερα από εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις ανάγκασαν την Κοινότητα να αναζητήσει οριστικές λύσεις.

2. ΟΙ ΛΌΓΟΙ ΤΗΣ ΣΤΑΣΙΜΌΤΗΤΑΣ.

   Από την διακήρυξη του Σχεδίου Schuman και έκτοτε η πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης χαρακτηρίστηκε από πολλές παλινδρομήσεις, αναστολές και αλλεπάλληλες κρίσεις. Η Γαλλία είχε εδραιώσει την ηγεμονία της στις ευρωπαϊκές εξελίξεις, επί προεδρίας του de Gaulle, η οποία άσκησε βέτο δύο φορές (1961, 1967), στην ένταξη της Βρετανίας, θεωρώντας ότι η ειδική της σχέση με τις Η.Π.Α., η βιομηχανική και η στρατιωτική της ισχύ θα άλλαζαν τις ισορροπίες δυνάμεων μέσα στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Ο πρόεδρος de Gaulle παρέμεινε η κυρίαρχη μορφή κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960. Στις 11 Μαΐου 1967, όταν ο Βρετανός εργατικός πρωθυπουργός Harold Wilson επιχειρεί εκ νέου να θέσει αίτηση για προσχώρηση της χώρας του στην Κοινότητα, η γαλλική πλευρά διατηρεί τις επιφυλάξεις της και «παγώνει» την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, χωρίς αυτό να σημαίνει την απόρριψη της αίτησης. Ωστόσο οι θεσμικές εξελίξεις προχωρούν, καθώς το 1968 τίθεται σε εφαρμογή η Συνθήκη Συγχώνευσης των εκτελεστικών οργάνων, με την ίδρυση ενιαίου Συμβουλίου και ενιαίας Επιτροπής και για τις τρεις Ε.Κ. ενώ την 1η Ιουλίου του ίδιου έτους καταργούνται και οι τελευταίοι ενδοκοινοτικοί δασμοί. Οι περιστάσεις ωστόσο υποδείκνυαν την ανάγκη μίας νέας πολιτική βούλησης που θα έδινε στη Κοινότητα την δυνατότητα να επεκτείνει τη συμβολή της στο παγκόσμιο εμπόριο και να καταστεί ικανή να δεχθεί νέα μέλη στις τάξεις της. Το φαινόμενο της «υπερχείλισης» δεν μπορούσε να οδηγήσει από μόνο του τις εξελίξεις. (Henig, 2002, σ.67)
   Η νέα προοπτική διαφάνηκε με την παραίτηση του στρατηγού de Gaulle τον Απρίλιο του 1969 και την εκλογή του George Pompidou στη θέση του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας, ο οποίος είχε μια περισσότερο φιλοευρωπαϊκή προσέγγιση. Το Δεκέμβριο του 1969 πραγματοποιήθηκε η Διάσκεψη Κορυφής της Χάγης, μία συνάντηση καθοριστικής σημασίας για την πορεία της Κοινότητας και προάγγελο της επερχόμενης διεύρυνσης. Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Χάγης, ο Pompidou, συμφώνησε να άρει το βέτο για την ένταξη της Βρετανίας,( Frank, 2003, σ.415) αφού πρώτα πέτυχε την ολοκλήρωση του οικοδομήματος της Κ.Α.Π. και την καθιέρωση ενός προϋπολογισμού της Ε.Κ όπου τα έσοδά της θα προέρχονταν, από το κοινό εξωτερικό δασμολόγιο, τους αγροτικούς φόρους και ένα ενιαίο ποσοστό ΦΠΑ που δεν θα ξεπερνούσε το 1%. (Henig, 2002, σ.70)
   Στη Διάσκεψη της Χάγης αποφασίστηκε η επεξεργασία ενός σχεδίου στη διάρκεια του 1970 για τη σταδιακή μετάβαση προς την οικονομική ένωση. Η δέσμευση αυτή οδήγησε στην έκθεση Werner η οποία εισηγήθηκε την πραγματοποίηση της νομισματικής ένωσης σε τρεις φάσεις μέχρι το 1980 με βαθμιαία μείωση των περιθωρίων διακύμανσης των ισοτιμιών των κοινοτικών νομισμάτων. Παράλληλα γίνεται αναφορά και στην ανάγκη διαρθρωτικής οικονομικής πολιτικής για την διόρθωση των ανισορροπιών που θα προέκυπταν από την διεύρυνση. Η παγκόσμια κρίση όμως που έμελλε να πλήξει την Κοινότητα κατά τη δεκαετία του 1970 θα ανέβαλλε προσωρινά αυτούς τους δύο στόχους.
   Οι κύριες αποφάσεις που λήφθηκαν τελικά στη διάσκεψη της Χάγης αφορούσαν το ζήτημα της εισδοχής νέων μελών, την υιοθέτηση συστήματος χρηματοδότησης του κοινοτικού προϋπολογισμού, την προώθηση της οικονομικής ενοποίησης καθώς και τη σύσταση μηχανισμού Ευρωπαϊκής Πολιτικής Συνεργασίας. Το τρίπτυχο της διάσκεψης ήταν συμπλήρωση, εξέλιξη, διεύρυνση.(Χριστοδουλίδης, 2004, σσ. 89-93)
   Ο Συμβιβασμός του Λουξεμβούργου, η δυνατότητα δηλαδή της άσκησης βέτο ενός εθνικού κράτους, όταν θεωρεί ότι κάποιες αποφάσεις θίγουν κάποια κύρια εθνικά του συμφέροντα, είχε κάνει τις διαπραγματεύσεις πολύ προσεκτικές και λιγότερο δυναμικές. Αργότερα η Βρετανία έχοντας πρόβλημα στο θέμα του προϋπολογισμού χρησιμοποιούσε συχνά το βέτο, σαν διαπραγματευτικό όπλο για να πετύχει την επαναδιαπραγμάτευση των όρων ένταξή της.
   Μετά την πρώτη διεύρυνση, η Δανία, η Ιρλανδία και η Βρετανία προσχωρούν στην ΕΚ στις 22 Ιανουαρίου 1972, άρχισε να διαφαίνεται μία οικονομική ανομοιογένεια. Η Ιρλανδία είχε πολύ μικρότερη οικονομική ανάπτυξη από τον μέσο όρο των κρατών-μελών, αλλά ακόμα και στα κράτη που είχαν μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη υπήρχαν περιοχές οικονομικά υποβαθμισμένες. Υπήρχαν ανησυχίες ότι η ένταξη των νότιο-ευρωπαϊκών χωρών (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία), που είχαν καταθέσει αιτήσεις ένταξης, θα ενέτεινε τις ανισότητες.Οι νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν, έφεραν νέα ισορροπία στο εσωτερικό της Ευρώπης, η οποία χαρακτηρίζεται από στοιχεία στασιμότητας.

2.1 Οι διεθνείς κρίσεις.

   Οι διεθνείς κρίσεις της δεκαετίας του 1970 έφεραν τη δυτική Ευρώπη αντιμέτωπη με μια σειρά από προκλήσεις. Οι πετρελαϊκές κρίσεις του 1973 και του 1979, η κατάσταση παρατεταμένης κρίσης που έγινε γνωστή ως στασιμοπληθωρισμός, ο ανταγωνισμός που αντιμετώπιζαν τα ευρωπαϊκά προϊόντα τόσο στις Η.Π.Α. όσο και από τις βιομηχανικές χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας και του Ειρηνικού. Ακόμη, η λογική του διπολισμού, στον οποίο παρέμεναν εγκλωβισμένες οι ευρωπαϊκές χώρες και η πρόκληση της διεύρυνσης  προς τη νότια Ευρώπη δημιούργησαν σωρευμένες προκλήσεις, τις οποίες έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες.
   Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 διακρίνονται σημάδια δυσλειτουργιών στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Η αύξηση της παραγωγής και η γενικευμένη ανάπτυξη έκανε τις εκβιομηχανισμένες χώρες να αυξήσουν τις αγορές πρώτων υλών υψώνοντας παράλληλα τις τιμές των προϊόντων τους. Παράλληλα η μεταπολεμική συναλλαγματική ρύθμιση, το Bretton-Woods, που καθόριζε την αξία όλων των νομισμάτων σε σχέση με το δολάριο που ήταν μετατρέψιμο σε χρυσό, κάτω από το διαρκώς αυξανόμενο εξωτερικό χρέος των Η.Π.Α., διακόπηκε στις 15 Αυγούστου 1971. Αυτό είχε σαν συνέπεια την υποτίμηση του δολαρίου δύο διαδοχικές χρονιές (1971, 1973) γεγονός που προκάλεσε κερδοσκοπία, θέτοντας σε τεράστια πίεση τις οικονομίες των κρατών-μελών που είχαν πλήθος αποθεματικών σε δολάρια. Αποκορύφωμα όμως της κρίσης στάθηκε η απότομη αύξηση των τιμών του πετρελαίου, απόρροια του αραβοϊσραηλινού πολέμου, κατά την περίοδο 1973-1974. Η εκρηκτική αυτή κατάσταση προκάλεσε αύξηση της ανεργίας, επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης και άνοδο του πληθωρισμού προκαλώντας το φαινόμενο του «στασιμοπληθωρισμού». (Berstein - Milza, 2000, σ. 254)
   Για την αντιμετώπιση αυτής της κρίσης τα κράτη-μέλη της Κοινότητας συμφώνησαν στη θέσπιση ενός νέου νομισματικού συστήματος, γνωστού και ως «φίδι στο τούνελ», με ανώτατο αποδεκτό όριο απόκλισης των συναλλαγματικών ισοτιμιών στο 2,2%. Το σύστημα λειτούργησε από το 1972 μέχρι το 1978 και ενώ αρχικά συμμετείχαν σε αυτό όλα τα μέλη της Κοινότητας, σταδιακά εγκαταλείφθηκε από τη στερλίνα, τη λιρέτα και το γαλλικό φράγκο, με αποτέλεσμα να μετατραπεί ουσιαστικά σε κυρίαρχη ζώνη του γερμανικού μάρκου αφού οι μικρές βόρειες χώρες που παρέμειναν σε αυτό χαρακτηρίζονταν από υψηλή εμπορική εξάρτηση από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (Ο.Δ.Γ.). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, στο τέλος του 1978, η Κοινότητα να πορεύεται λόγω ελλιπούς συντονισμού σε αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη της οικονομικής σύγκλισης.
   Η λύση απέναντι σε αυτή την κατάσταση δόθηκε στη Συνθήκη Κορυφής στη Βρέμη, τον Ιούλιο του 1978, όπου αποφασίστηκε η σύσταση μίας ζώνης νομισματικής σταθερότητας. Αυτή θα παρείχε προστασία από τη συνεχιζόμενη διεθνή νομισματική αστάθεια, θα μειώνονταν οι πληθωριστικές πιέσεις αλλά θα σταματούσε και η υπερτίμηση ορισμένων νομισμάτων, όπως της Ο.Δ.Γ., που μείωναν την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών. Το σύστημα ονομάστηκε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (Ε.Ν.Σ.) και βασιζόταν στην αναλογία των νομισμάτων, σύμφωνα με το ιδιαίτερο οικονομικό βάρος της κάθε χώρας, απέναντι στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα (Ε.Ν.Μ.). Το Ε.Ν.Σ. άρχισε να τίθεται σε ισχύ από τις 13 Μαρτίου 1979 θέτοντας την πορεία της νομισματικής ένωσης σε στερεή πια βάση. (Χριστοδουλίδης, 2004, σσ. 93 - 96)
   Ο ανταγωνισμός που αντιμετώπιζαν τα ευρωπαϊκά προϊόντα τόσο από τις Η.Π.Α. όσο και από τις βιομηχανικές χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας και του Ειρηνικού λαμβάνει νέες διαστάσεις από τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Στην διεθνή αγορά, παρουσιάζονται νέες οικονομικές δυνάμεις, εκτός από τις ΗΠΑ, που ανταγωνίζονται τα ευρωπαϊκά προϊόντα. Οι χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας: Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Ταϊβάν, Σιγκαπούρη Μαλαισία, αναπτύσσουν τομείς υψηλής τεχνολογίας και εμπορίου με χαμηλό κόστος.
   Η λογική του διπολισμού, στον οποίο παρέμεναν εγκλωβισμένες οι ευρωπαϊκές χώρες, ανάμεσα δηλαδή σε Η.Π.Α. και ΕΣΣA. Με την άνοδο του Γκορμπατσόφ στα μέσα της δεκαετίας, το διεθνές περιβάλλον άρχισε να μεταβάλλεται και να διαφαίνεται σιγά-σιγά η δυνατότητα ανάδειξης της Ευρώπης ως ενός σημαντικού παράγοντα στη διεθνή σκηνή. Η πρόκληση της διεύρυνσης προς τη νότια Ευρώπη δημιούργησαν σωρευμένες προκλήσεις, τις οποίες έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες.(Λάβδας, 2002, σσ. 101-102)

3. Η ΝΕΑ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1980.

   Με την πάροδο της δεκαετίας του 1970, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, παρά την οικονομική στασιμότητα, κατάφερε να επιτύχει μία διεύρυνση και δύο επιτεύγματα, το Ε.Π.Σ. και το Ε.Ν.Σ., με τη συγχώνευση δύο μεθοδολογιών: της υπερεθνικότητας και της διακυβερνητικότητας. Τα ζητήματα που προέβαλαν στις αρχές του 1980 ήταν η περαιτέρω διεύρυνση, το πρόβλημα του προϋπολογισμού, η οικονομική αναζωογόνηση, η θέση των ευρωπαϊκών προϊόντων στη διεθνή αγορά και η θεσμική μεταρρύθμιση. (Λάβδας, 2002, σσ. 101-103)

3.1 Ο Δρόμος προς την Ένωση.

   Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 είχαν κατατεθεί αιτήσεις συμμετοχής από τρεις μεσογειακές χώρες την Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία. Αν και το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων ήταν κυρίως οικονομικό και συγκεκριμένα αφορούσε τις διαφορές μεταξύ των τριών αιτούντων και των χωρών που ήταν ήδη μέλη, ο καθοριστικός παράγοντας των νέων διευρύνσεων ήταν πολιτικός.
   Η Ελλάδα επιθυμούσε την ένταξή της αλλά η κατάλυση της δημοκρατίας το 1967 ανέκοψε την προοπτική αυτή. Απολυταρχικά καθεστώτα είχαν επίσης η Ισπανία και η Πορτογαλία. Μόλις τις χώρες αυτές ανέλαβαν και πάλι δημοκρατικές κυβερνήσεις, η ΕΚ κατανόησε πως έπρεπε να τις στηρίξει πολιτικά, παρά τις όποιες επιφυλάξεις για τα οικονομικά προβλήματα που θα παρουσιάζονταν.(Henig, 2002, σ.80)
   Η ένταξη μεσογειακών χωρών χαμηλότερου βιοτικού επιπέδου από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη μπορεί να οδηγούσε σε μια Ευρωπαϊκή Κοινότητα «δύο ταχυτήτων». Η πιθανότητα αυτή αποφεύχθηκε με συγκεκριμένες κοινοτικές πολιτικές όπως η ενίσχυση της οικονομική συνοχής, ο διπλασιασμός των πόρων των Διαρθρωτικών Ταμείων και η θέσπιση των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων. Οι νέες οικονομικές απαιτήσεις έθεσαν την ανάγκη συνεισφοράς μεγαλύτερων ποσών προς τα κοινοτικά ταμεία για τη διόρθωση των δημοσιονομικών αποκλίσεων. Αυτό προκάλεσε μία περίοδο αποτελμάτωσης (1979-1984) στη διάρκεια της οποίας η Μεγάλη Βρετανία, κατά τη Διάσκεψη Κορυφής στο Λουξεμβούργο (1981), έθεσε θέμα συνεισφοράς στον κοινοτικό προϋπολογισμό το οποίο είχε διασυνδέσει άμεσα με τη μεταρρύθμιση της Κ.Α.Π. και τη μείωση της επιβάρυνσής της.
   Η λύση βρέθηκε στο Συμβούλιο του Fontainebleau τον Ιούνιο του 1984 με τον «κλασσικό τρόπο» της Κοινότητας: οι υποχρεώσεις της Βρετανίας προς το Κοινοτικό Προϋπολογισμό θα μειώνονταν σταδιακά με τη χρήση ενός τεχνικού τύπου που είχε επινοήσει η Επιτροπή, με αντάλλαγμα την αποδοχή ενός υψηλότερου προϋπολογισμού. Με τον τρόπο αυτό επιλύθηκε η μακροχρόνια διαμάχη που εμπόδιζε την είσοδο της Ισπανίας και της Πορτογαλίας στην Κοινότητα, θέτοντας παράλληλα σε κίνηση τη διαδικασία που θα οδηγούσε στην υπογραφή της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης (Ε.Ε.Π.). (Χριστοδουλίδης, 2004, σσ. 112-115)
   Με την ένταξη των νέων κρατών-μελών, στην «Ευρώπη των 12» πλέον, διογκώθηκε το πρόβλημα της δυσλειτουργίας των θεσμών της Κοινότητας. Πρακτικές, όπως το βέτο, που είχαν εδραιωθεί όταν τα κράτη-μέλη ήταν μόνο 6, δημιουργούσαν σοβαρά προβλήματα όταν ο αριθμός διπλασιάστηκε. Πρωταρχικό ζήτημα ήταν η θεσμική αναδιάρθρωση και ειδικότερα το θέμα που τέθηκε από την γαλλοϊταλική πρόταση Gensher-Colombo (1981), σύμφωνα με την οποία η λήψη αποφάσεων για την ανάπτυξη της Πολιτικής Συνεργασίας θα εφαρμοζόταν με ειδική πλειοψηφία. Σκοπός του σχεδίου ήταν η αποτροπή κάθε πρόκλησης απέναντι στη θεωρία της επίκλησης του εθνικού συμφέροντος ως βάση βέτο. Δεύτερο και καθοριστικής σημασίας ζήτημα αποτέλεσε η στασιμότητα που υπήρξε κατά την περίοδο της οικονομικής ύφεσης, στο θέμα της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς. Με τη Πανηγυρική Διακήρυξη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στις 19 Ιουνίου 1983, τέθηκε η δέσμευση των Δέκα για την πλήρη ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς σύμφωνα με τις Συνθήκες, την κατάργηση των προσκομμάτων και την απελευθέρωση των κεφαλαίων και των υπηρεσιών.(Μούσης, 1991, σ.87)
   Ο γαλλογερμανικός «άξονας», που στήριξε από την αρχή την ενοποίηση της Ευρώπης με τη διακήρυξη Σούμαν, εξακολουθούσε να έχει καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις της Ε.Κ. Η κυβέρνηση συνασπισμού της Γερμανίας που ηγούνταν οι Σοσιαλιστές στήριξε τη δημιουργία του σχεδίου Genscher-Colombo, όταν η Γαλλία δεν έλαβε μέρος στην πρωτοβουλία αυτή. Όταν όμως η Γαλλία με την σοσιαλιστική κυβέρνηση του Mitterand πλέον, ανέλαβε την Προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον Ιανουάριο του 1984, δήλωσε ότι ήταν πρόθυμη να αποδεχθεί τη λήψη αποφάσεων κατά πλειοψηφία, σε όποια περίπτωση αυτό απαιτείτο. Με αυτή την πολιτική δήλωση, η Γαλλία έδειξε ότι είχε αρχίσει να ξεπερνάει τη συντηρητική κληρονομιά του de Gaulle, στα ευρωπαϊκά ζητήματα.
   Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που συγκλήθηκε, στο Fontainebleau, όρισε τον Jacque Delors, Πρόεδρο της Επιτροπής για δέκα χρόνια μέχρι το 1994. Η εκλογή του σηματοδότησε μια νέα δυναμική στο θεσμό της Επιτροπής. Ένθερμος φεντεραλιστής, ο Delors ήταν ο πρώτος Πρόεδρος το όνομα του οποίου έγινε πασίγνωστο, γεγονός που έδωσε νέα πνοή και ανανέωση στην κατεύθυνση της περαιτέρω ολοκλήρωσης και εμβάθυνσης. Στην συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Μιλάνο το 1985 η Επιτροπή, παρουσίασε την «Λευκή Βίβλο» για την εφαρμογή της ενιαίας αγοράς και στην συνέχεια πραγματοποιήθηκε η Διακυβερνητική Διάσκεψη του 1985 που κατέληξε στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη. Ωστόσο ο δυναμισμός και η «ευρω-αισιοδοξία» του νέου προέδρου της Επιτροπής Jacques Delors, ήταν εκείνα που συνέβαλλαν στη διαβίβαση της «Λευκής Βίβλου» προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με χρονοδιάγραμμα μέχρι το 1992 για την δημιουργία μίας αληθινά κοινής αγοράς χωρίς εσωτερικά σύνορα. (Henig, 2002, σσ. 82-85)

3.2 Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη.

   Η ΕΕΠ ήταν η πρώτη αναθεώρηση της Συνθήκης της Ρώμης και βοήθησε στο ενοποιητικό εγχείρημα. εκτός Ευρώπης, ο ανταγωνισμός με Η.Π.Α. και Ιαπωνία στο τομέα της υψηλής τεχνολογία, του εμπορίου και της οικονομίας γινόταν ολοένα και πιο επικίνδυνος. Παράλληλα εντός Ευρώπης υπήρχε η αίσθηση ότι η ΕΚ δεν λειτουργούσε ικανοποιητικά.
   Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη στηρίχθηκε πολιτικά στην αρχή της επικουρικότητας και την αρχή της αναλογικότητας. Υπάρχουν όμως και πολλοί άλλοι λόγοι για τους οποίους η ΕΕΠ θεωρείται σημαντική. Ακύρωσε τον Συμβιβασμό του Λουξεμβούργου και επανέφερε την «ειδική πλειοψηφία» για κάποια μικρότερης σημασίας ζητήματα. Αύξησε τις αρμοδιότητες των θεσμικών οργάνων και εισήγαγε την Ευρωπαϊκή Πολιτική Συνεργασία (ΕΠΣ) και το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ). Κατέστησε επίσης το Κοινοβούλιο ισχυρότερο αναθέτοντάς του μεγαλύτερη εξουσία στο νομοθετικό έργο, ενώ εγκαινίαζε και την πολιτική συνεργασίας σε ποικίλους τομείς.(Nugent, 2003, σσ.105-106) Τα βασικά χαρακτηριστικά του εξωτερικού περιβάλλοντος φαίνονταν σταθερά. Οι εξωτερικές πολιτικές εξελίξεις αιφνιδίασαν τους Ευρωπαίους όπως η επανένωση της Γερμανίας το 1989, η αποδόμηση της ΕΣΣΔ και η κατάρρευση του ψυχρού πολέμου.(Henig, 2002, σ. 79)

4. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

   Η πορεία της ενοποίησης, δεν ήταν εύκολη διαδικασία. Ο ενθουσιασμός των πρώτων χρόνων υποχώρησε και άρχισαν να παρουσιάζονται διάφορα εσωτερικά οικονομικά και πολιτικά ζητήματα. Οι διεθνείς εξελίξεις επηρέασαν τις Κοινότητες και τις πίεσαν να αναζητήσουν μόνιμες λύσεις. Οι λύσεις αυτές αποτυπώθηκαν αρχικά στη ολοκλήρωση της ενιαίας εσωτερικής αγοράς και στη συνέχεια στην πολιτική συνεργασία των χωρών σε διάφορους τομείς. Η Ε.Ε. δείχνει να ξεπέρασε τη στασιμότητα και η προσπάθεια για την ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνεχίζεται με μεγαλύτερο ενθουσιασμό.
   Η Ευρώπη για να επιλύσει και να ξεπεράσει τις προκλήσεις τόσο οικονομικής όσο και θεσμικής φύσης επέλεξε να βάλει πίσω τις εθνικές ή τις όποιες άλλες λύσεις και να προχωρήσει προς τα εμπρός. Επιλέγοντας και υιοθετώντας πάλι τη λειτουργική μέθοδο η Κοινότητα αποφάσισε την πλήρη ολοκλήρωση της ενιαίας εσωτερικής αγοράς της. Μέσω της εμβάθυνσης και της ενοποίησης της αγοράς αλλά και μέσω μιας θεσμικής μεταρρύθμισης η Κοινότητα ήλπιζε να ενδυναμώσει σε βάθος χρόνου εν γένει και όντας δυνατότερη και πιο στέρεη να ελπίζει και στην πολιτική ολοκλήρωση.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

• Λάβδας, Κ., Δημιουργία και Εξέλιξη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Εγχειρίδιο Μελέτης, ΕΑΠ, Πάτρα, 2002
• Μούσης, Ν., Από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1991
• Χριστοδουλίδης, Θ., Από την Ευρωπαϊκή Ιδέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Η ιστορική διάσταση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος 1923-2004, εκδ. Σιδέρης, Αθήνα 2004
• Berstein, S.,-Milza, P., Ιστορία της Ευρώπης, τ. 3, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2000
• Frank, R., Εμφύλιοι Ευρωπαϊκοί Πόλεμοι, στο: Οι Ευρωπαίοι, Νεώτεροι και Σύγχρονη Εποχή, τ. Β’ , επιμ. Ελένη Αρβελέρ, Maurice Aymard, εκδ. Σαββάλα, Αθήνα 2003
• Henig, S., Η ενοποίηση της Ευρώπης. Ααπό την διχόνοια στην ομόνοια, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2002
• Nugent, N., Πολιτική και Διακυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, επιμ. Μαρία Μενδρινού, Σαββάλας, Αθήνα 2003


Η παραπάνω εργασία βαθμολογήθηκε με ο7 (επτά)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου