ΕΛΠ10: Εισαγωγή στη σπουδή του ελληνικού πολιτισμού
ΤΕΤΑΡΤΗ ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ:
Φιλολογία(έμφαση στην κλασική φιλολογία)
Η πρόσληψη του παρελθόντος: το παράδειγμα του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού
Η προβολή του παρελθόντος: το πολιτισμικό προϊόν στη σύγχρονη αγορά
Η διαφύλαξη, η αξιοποίηση και η ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς προϋποθέτουν συγκροτημένες, μεθοδικές και συντονισμένες ενέργειες. Οι ενέργειες αυτές πρέπει να αποσκοπούν, μεταξύ άλλων, στον εντοπισμό και στην επιστημονική έκδοση των γραπτών μαρτυριών του παρελθόντος, καθώς και στη διάσωση και προβολή των αρχαιολογικών ευρημάτων, πάντοτε στο πλαίσιο των σύγχρονων οικονομικών, κοινωνικών ή πολιτισμικών σχέσεων και πραγματικοτήτων.
1. Πώς αντιλαμβάνεστε την προσφορά της φιλολογίας στη διαφύλαξη και στη σπουδή των αρχαίων ελληνικών κειμένων; Να περιγράψετε συνοπτικά τα διάφορα ιστορικά στάδια μέσω των οποίων τα αρχαία ελληνικά κείμενα διατηρήθηκαν και αναπαράχθηκαν, για να φτάσουν εντέλει ως εμάς.
2. Με ποιες περιόδους του ελληνικού πολιτισμού ασχολήθηκε η γερμανική επιστήμη του 19ου αιώνα; Να στηρίξετε την απάντησή σας σε συγκεκριμένα παραδείγματα. Επίσης, να αναφέρετε τους λόγους για τους οποίους η γερμανική επιστήμη στράφηκε στη μελέτη της ελληνικής αρχαιότητας, καθώς και τους κυριότερους τρόπους με τους οποίους επηρέασε την ανάπτυξη των αντίστοιχων σπουδών στην Ελλάδα.
3. Με ποιους τρόπους τα υλικά και πνευματικά κατάλοιπα του ελληνικού πολιτισμού(π.χ. έργα τέχνης, αρχαιολογικοί χώροι, θεατρικά κείμενα)μπορούν να γίνουν αντικείμενα πολιτισμικής διαχείρισης και ανάδειξης; Να επικεντρώσετε την απάντησή σας στις οικονομικές παραμέτρους και συνέπειες, λαμβάνοντας υπόψη τις σύγχρονες αντιλήψεις στο χώρο της μουσειολογίας, των «πολιτιστικών βιομηχανιών» και του πολιτισμικού τουρισμού.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1.Εισαγωγή
2.Η προσφορά της φιλολογίας στη διαφύλαξη και σπουδή των αρχαίων ελληνικών
κειμένων διαμέσου των αιώνων
3.Η γερμανική επιστήμη του 19ου αι. και ο ελληνικός πολιτισμός.
4.Οι οικονομικές προεκτάσεις του πολιτισμού
5.Επίλογος
6.Βιβλιογραφία
1.ΕΙΣΑΓΩΓΗ.
Τη στιγμή που ο άνθρωπος ζωγράφισε το πρώτο σχέδιο στο βράχο του σπηλαίου του, έδινε την υπόσχεση ότι θα κάνει οτιδήποτε ήταν δυνατό για να μεταδώσει τις σκέψεις και την ιστορία του στις επόμενες γενιές ανθρώπων. Θα προσπαθούσε να διαχωρίσει τον εαυτό του από τα άλλα είδη φτιάχνοντας πολιτισμό που θα τον εκδήλωνε με διάφορες μορφές. Από τότε συντελέστηκαν άλματα, ειδικότερα στον τομέα της ελληνικής φιλολογίας, με την τελευταία να έχει καταλάβει εξέχουσα θέση τόσο στον κόσμο της αρχαιότητας όσο και στις πιο σύγχρονες περιόδους.
Στην παρούσα εργασία θα προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την προσφορά της φιλολογίας στη διαφύλαξη και σπουδή των αρχαίων ελληνικών κειμένων, περιγράφοντας τα ιστορικά στάδια μέσω των οποίων διατηρήθηκαν και αναπαράχθηκαν για να φτάσουν σε εμάς. Θα συνεχίσουμε, μελετώντας τις περιόδους του ελληνικού πολιτισμού με τις οποίες ασχολήθηκε η γερμανική επιστήμη τον 19ο αι. και θα αναφέρουμε τους λόγους που στράφηκε στη μελέτη της ελληνικής αρχαιότητας, καθώς και τους κυριότερους τρόπους που επηρέασε την ανάπτυξη των αντίστοιχων σπουδών στην Ελλάδα. Τέλος, θα επικεντρωθούμε στους τρόπους με τους οποίους τα υλικά και πνευματικά κατάλοιπα του ελληνικού πολιτισμού μπορούν να γίνουν αντικείμενα πολιτισμικής διαχείρισης και ανάδειξης, με έμφαση στις οικονομικές παραμέτρους και συνέπειες.
2. Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗ ΔΙΑΦΥΛΑΞΗ ΚΑΙ ΣΠΟΥΔΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΔΙΑΜΕΣΟΥ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ.
Οι περισσότερες πληροφορίες μας σχετικά με τον ελληνικό πολιτισμό αντλούνται από τα γραπτά μνημεία που κληρονομήσαμε από τους αρχαίους προγόνους μας, που χωρίς τη συμβολή της φιλολογίας δε θα έφταναν ποτέ στα χέρια μας. Τα ονόματα και τα έργα των κλασικών συγγραφέων έγιναν γνωστά μέσω των χειρογράφων που χρονολογούνται από τον 9ο αι. π.Χ. Βέβαια, θετικό στοιχείο αποτελεί και το ότι αυτά τα κείμενα είναι όσο το δυνατό πιο πιστά αντίγραφα του πρωτότυπου κειμένου. (West, 1989, σσ.13-16)
Οι Έλληνες είχαν λογοτεχνία πριν ανακαλύψουν την γραφή που ταίριαζε στη γλώσσα τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα έπη του Ομήρου που απευθύνονταν σε ακροατήριο και όχι σε αναγνώστες.(Easterling & Knox, 2000, σ.21) Αρχικά τα ποιήματα και τα κείμενα καταγράφονταν σε ξύλινες ή κερωμένες πλάκες, σε πάπυρους και σε περγαμηνές,(Dorandi, 2003, σ.3) με σκοπό να βοηθούν τη μνήμη του ποιητή ή του αοιδού.(Easterling & Knox, 2000, σ.23) Τα μη φιλολογικά κείμενα ήταν γραμμένα στην «επισεσυρμένη» γραφή ενώ στα φιλολογικά προτιμούσαν τα κεφαλαία γράμματα.(Καραβιδόπουλος, 2009, σ.35) Η μεγαλογράμματη γραφή είναι εύκολο να αναγνωστεί ακόμη και σήμερα αλλά ήταν κοπιαστική και χρονοβόρα γι’ αυτό αντικαταστάθηκε από τη μικρογράμματη τον 9ο αι.μ.Χ.(Χρήστου, 2004, σ.257) Εισαγωγές πάπυρου γίνονταν από την Αίγυπτο(6ο αι. π.Χ.), κάτι που συνέβαλλε στη βελτίωση των σχέσεων των δυο λαών.(Easterling & Knox,2000, σ.23)
Οι απαρχές της ελληνικής φιλολογίας βρίσκονται στην αρχαϊκή Ελλάδα, εκεί όπου οι δάσκαλοι συγκέντρωναν υλικό μελέτης για τους μαθητές τους. Η ποίηση αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της εκπαίδευσης τους και η ύπαρξη καταλόγων που εξηγούσε τις δυσνόητες λέξεις ήταν απαραίτητη.(Wilson, 2003, σ.89) Μαρτυρίες για εμπόριο βιβλίων στην Αθήνα έχουμε στα τέλη του 5ου αι.π.Χ. και αυτό σημαίνει ότι υπήρχαν είδη διαθέσιμα αντίγραφα κειμένων. Πολλές πληροφορίες μας παρέχουν επίσης οι επιγραφές πάνω σε αγγεία καθώς και στα όστρακα.(Easterling & Knox,2000, σσ.24-25)
Η πρώτη μορφή βιβλίου ήταν ο κύλινδρος που αποτελούταν από πολλά επιμέρους φύλλα παπύρου, κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο. Προοδευτικά ο κύλινδρος αντικαταστάθηκε από τον πιο εύχρηστο κώδικα που είχε φύλλα από πάπυρο ή περγαμηνή και ήταν ο πρόδρομος του βιβλίου.(Dorandi, 2003, σσ.5,8) Η χρήση τους διέφερε, καθώς μέχρι το τέλος του 4ου αι. π.Χ. τα χρησιμοποιούσαν για να τα διαβάζουν σε ζωντανό ακροατήριο.(Easterling & Knox, 2000, σσ.27,34)
Πριν τον 3ο αι. π.Χ. πολλά βιβλία σώθηκαν χάρη στην ύπαρξη ιδιωτικών βιβλιοθηκών. Η ίδρυση των ελληνιστικών βιβλιοθηκών της Περγάμου και της Αλεξάνδρειας συνέβαλλε τα μέγιστα στη διατήρηση και συλλογή των ελληνόγλωσσων βιβλίων και στην παραγωγή αντιγράφων.(Dorandi, 2003, σ.13) Η εργασία των αλεξανδρινών φιλολόγων υπήρξε σπουδαία, με το φιλόλογο Δίδυμο να ξεχωρίζει ως ο πιο παραγωγικός.(Wilson, 2003, σ.100) Εκατοντάδες έργα εκδόθηκαν, δημοσιεύτηκαν, εξηγήθηκαν και κυκλοφόρησαν στην αγορά κατά τη διάρκεια των 150 χρόνων που το Μουσείο και η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας γνώριζαν τη μεγαλύτερη ακμή τους.(Easterling & Knox,2000, σ.37)
Στη Ρώμη, μετά το τέλος της περιόδου της δημοκρατίας, ιδρύθηκαν δημόσιες και ιδιωτικές βιβλιοθήκες που τα συγγράμματά τους διακρίνονταν σε ελληνόγλωσσα και λατινόγλωσσα. Στις ρωμαϊκές βιβλιοθήκες φυλάσσονταν και συγκεντρώνονταν μεγάλος αριθμός βιβλίων, τα οποία μπορούσαν να μελετηθούν από το κοινό.(Dorandi, 2003, σ.14) Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία στήριζε και σταθεροποιούσε τον ελληνικό πολιτισμό σε όλη την επικράτειά της.(Easterling & Knox, 2000, σ.64)
Στην ελληνιστική Αλεξάνδρεια ζούσε μια πολυπληθής ιουδαϊκή κοινότητα και η Αλεξάνδρεια μέχρι τις αρχές του 3ου αι.μ.Χ. έγινε κέντρο του ιουδαϊσμού. Οι δάσκαλοι του χριστιανισμού δεν αντικατέστησαν τα κείμενα των Εθνικών με τα χριστιανικά.(Wilson,2003, σσ.101-102) Στην εκχριστιανισμένη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία μελετούσαν τους κλασικούς συγγραφείς ερμηνεύοντάς τους αλληγορικά, με απώτερο σκοπό να διδάξουν την αρετή.(Easterling & Knox, 2000, σ.65) Μάλιστα τον 10ο αι., στα χρόνια του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ έχουμε μεγάλη άνθιση του βιβλίου και αυτό το αποδεικνύουν τα σπαράγματα που προέρχονται από την εν λόγω εποχή. Κατά τη δυναστεία των Παλαιολόγων η αρχαία Ελληνική λογοτεχνία κατείχε σημαντική θέση.(Hunger,2003, σ.19) Χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου ήταν οι παλίμψηστοι κώδικες, όπου, λόγω έλλειψης περγαμηνών, τα χριστιανικά κείμενα καλύπτονταν από τα αρχαιοελληνικά, αφού τα πρώτα είχαν αποξεσθεί. Με τη βοήθεια της τεχνολογίας του 19ου αι. τα σβησμένα κείμενα ξαναδιαβάστηκαν και με αυτόν τον τρόπο σώθηκαν πολλά περισσότερα χειρόγραφα.(Jaeger, 1987, σ.35) Στη διάσωση συλλογών χειρογράφων στα τέλη του 13ου αι.μ.Χ. συνέβαλλαν και πολλές μονές της Κωνσταντινούπολης με σπουδαιότερες τις μονές Στουδίου και Οδηγών.
Με την παρακμή του Βυζαντίου πολλοί άνθρωποι του πνεύματος αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν σε περιοχές της Ελλάδας και στη συνέχεια, υπό την απειλή των Οθωμανών, στη Δύση, όπου αντέγραψαν χιλιάδες κλασικά κείμενα.(Hunger, 2003, σσ.20-24) Η εχθρική αντιμετώπιση των ειδωλολατρών συγγραφέων από τους αιρετικούς χριστιανούς είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια πολλών βιβλίων, αλλά ο Μεσαίωνας και η Αναγέννηση έρχονται να αποκαταστήσουν την αρχαία Ελληνική γραμματεία.(Easterling & Knox, 2000, σσ.66,68) Ένας από τους παράγοντες ανάπτυξης του κινήματος του Ουμανισμού ήταν η συλλογή και παραγωγή κωδίκων, για τη μελέτη της κλασικής αρχαιότητας.(Hunger,2003, σ.25)
Τα σπάνια έργα, σε μεγάλο ποσοστό, οφείλουν την επιβίωσή τους ή την καταστροφή τους στον παράγοντα τύχη. Η τυπογραφία από τα μέσα του 15ου αι. αποτελούσε εγγύηση για την αποκατάσταση, διάσωση και διάδοση όσων κειμένων είχαν μεταφερθεί στην Ιταλία.(Vogt, 2003, σ.122)
3. Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΟΥ 19ΟΥ ΑΙ. ΚΑΙ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ.
Οι Γερμανοί επιστήμονες και πολιτικοί του 19ου αι. οικειοποιήθηκαν το πολιτιστικό μοντέλο των αρχαίων Ελλήνων, με απώτερο στόχο να αντιμετωπίσουν την κοινωνικοπολιτική υπεροχή των Γάλλων που πήγαζε από το ρωμαϊκό πολιτισμό.(Χρυσός κ.α., 1996, σ.15) Ο ελληνικός πολιτισμός εξιδανικεύτηκε και αποτέλεσε τη βάση της εθνικής εκπαίδευσης στη Γερμανία. Αν λάβουμε υπ΄ όψιν μας και την ήττα που υπέστη το 1806 ο γερμανικός στρατός από το Ναπολέοντα, η ανάγκη για τόνωση του εθνικού φρονήματος ήταν επιτακτικότερη.(Ό.π., σσ.16,17)
Οι Γερμανοί ήταν κατεξοχήν θαυμαστές της αρχαίας Ελλάδας και ειδικότερα της κλασικής περιόδου της εδραίωσης της δημοκρατίας και των πόλεων-κρατών. Θεωρούσαν ότι το κράτος τους ταυτιζόταν και ήταν συνεχιστής της Ελλάδας την εποχή εκείνη.(Ό.π., σ.17) Στα τέλη του 18ου αι. η Ευρώπη έγινε μάρτυρας πολλών κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών αλλαγών, υπό την επιρροή των ιδεών της γαλλικής επανάστασης. Οι υπήκοοι του βασιλιά της Γαλλίας μετατράπηκαν σε Γάλλους πολίτες. Οι γερμανόφωνοι λαοί αναζητούσαν την εθνική τους ταυτότητα με στόχο να ενοποιήσουν τα επιμέρους κρατίδια και να δημιουργήσουν ένα ενιαίο εθνικό κράτος.(Πολίτης, 2008, σσ.48-49) Κατά συνέπεια η ιστοριογραφία τους είχε πολιτική χροιά αφού πίστευαν ότι στις ελληνικές πόλεις – κράτη, που συνδέονταν με κοινή γλώσσα, βρισκόταν η λύση στο πρόβλημά τους.(Funke, 1996, σσ.88,96) Βέβαια η Γερμανία δε θα είχε την τύχη των ελληνικών πόλεων που κατέρρευσαν από τον επεκτατισμό των Μακεδόνων στη μάχη της Χαιρώνειας το 338π.Χ.(Ό.π., σσ.98,102) Από την άλλη, η Ελλάδα δεν έσβησε μετά τη μάχη της Χαιρώνειας αλλά βγήκε πιο δυνατή και προχώρησε γνωρίζοντας μεγάλη δόξα. Ίσως μπορούσαν κι αυτοί να προσδοκούν αντίστοιχα αποτελέσματα, με την Πρωσία στο ρόλο της Μακεδονίας.(Ό.π., σσ.99,103)
Μια παράμετρος που πρέπει επίσης να εξετάσουμε είναι η στροφή στη λαογραφική επιστήμη που έχει τις ρίζες της στη Γερμανία και τόπο γέννησης την αρχαία Ελλάδα. Τα ομηρικά έπη έχουν συνδεθεί με τη λαϊκή δημιουργία, γι’ αυτό οι γερμανοί επιστήμονες προσπάθησαν να τα προσεγγίσουν.(Πολίτης, 2008, σ.57) Τα δημοτικά τραγούδια διαφοροποιούσαν τους Γερμανούς από τους άλλους λαούς σε εθνικό επίπεδο, μιας και μέχρι τις αρχές του 19ου αι. δεν κατόρθωσαν να σχηματίσουν ένα πολιτικά ενιαίο κράτος.(Puchner,1996, σ.248)
Με αφορμή την ανασύσταση του ελληνικού κράτους, στράφηκαν στη μελέτη της νεότερης ελληνικής ιστορίας(19ος αι.), έχοντας ως αφετηρία την υποδούλωση από τους Ρωμαίους. Οι ιστορικές τους έρευνες συνέθεσαν την ιστορία του ελληνικού έθνους, παραμερίζοντας την ενασχόληση με τη μελέτη του Βυζαντίου και της παγκόσμιας ιστορίας. (Χρυσός, 1996, σσ.18-19)
Η μελέτη του Βυζαντίου αναπτύχθηκε ως ένας ξεχωριστός κλάδος μελέτης, λόγω της ιδιομορφίας που παρουσίαζε ως προς τη γλώσσα και το περιεχόμενο γενικότερα.(Καρπόζηλος, 1996, σσ.130,135) Αργότερα, αποδείχτηκε ότι το Βυζάντιο στάθηκε συνδετικός κρίκος στη μελέτη του Νέου Ελληνισμού.(Ό.π., σ.136) Στα τέλη του 19ου αι. η γερμανική βυζαντινολογία μας πρόσφερε μέσω του K.Krumbacher την Ιστορία της βυζαντινής λογοτεχνίας. Όλη αυτή η κίνηση έγινε αισθητή και στην Ελλάδα όπου έχουμε την ανάπτυξη ακαδημαϊκής θεολογίας και προσπάθειες ίδρυσης της αυτοκέφαλης Ελλαδικής Εκκλησίας.(Χρυσός, κ.α., 1996, σσ.20-21)
Αρχιτεκτονική και ζωγραφική προδίδουν τη σαφή προτίμηση των Γερμανών καλλιτεχνών στην κλασική Ελλάδα και αυτή τους την τάση την μετάγγισαν και στην Αθήνα. Από το παλάτι του Όθωνα και τα βασικότερα μνημειακά οικοδομήματα της νεοσύστατης πόλης, μέχρι και το πιο ταπεινό σπίτι επικρατούσε ο νεοκλασικός ρυθμός.(Πολίτης, 2008, σ.80) Μοναδική εξαίρεση στον κεντρικό άξονα της πόλης αποτελεί το Οφθαλμιατρείο, χτισμένο σε βυζαντινό ρυθμό.(Χρυσός κ.α., 1996, σ.23)
Γερμανική λογοτεχνία και φιλοσοφία, φανερά επηρεασμένες από την αρχαία Ελλάδα, κατέλαβαν σημαντική θέση στις ανθρωπιστικές επιστήμες.(Ό.π., σσ.23-24) Η απόκτηση άριστης γνώσης της ελληνικής γλώσσας υπήρξε θεμελιώδης για την έρευνα της Ελληνικής αρχαιότητας. Ο G.Herman(1772-1848) με τα Orfhica του(1805) αποδεικνύει μια υποδειγματική γνώση της ελληνικής γλώσσας, όπως επίσης και ο K.Lachmann(1793-1851). Ο J.G.Droysen(1808-1884) στο Geschichte des Hellenismous μελετά τη μετακλασική εποχή, ενώ τις περισσότερες έρευνες αναλαμβάνουν πλέον οι ακαδημίες.(Vogt,2003, σ.129)
Αφορμή για την όψιμη στροφή προς τις κλασικές σπουδές στη Γερμανία στάθηκαν ο Έρασμος, ο οποίος θεωρούσε τη γνώση των Ελληνικών απαραίτητη, και το κίνημα του Ουμανισμού.(Goldhill, 2003, σ.37) Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων φιλολόγων επέλεγε τη Γερμανία, και ειδικότερα το Βερολίνο για σπουδές. Ο Βαυαρός βασιλιάς της Ελλάδας πιθανόν να τους είχε επηρεάσει εν μέρει, ενώ ήταν γνωστό το υψηλό επίπεδο της γερμανικής αρχαιογνωσίας. Αργότερα, σαν φυσικό επακόλουθο, το νεοσύστατο «Οθώνειο Πανεπιστήμιο» στελεχώθηκε από Γερμανούς και Γερμανομαθείς καθηγητές που μετέδιδαν στους σπουδαστές τα συμπεράσματα, τις ιδέες και τον τρόπο σκέψης των δικών τους δασκάλων.(Κακριδής, 1996, σσ.28-30) Τα περισσότερα βιβλία ή συγγράμματα ήταν Γερμανικά και πολλά μεταφράστηκαν για να χρησιμοποιηθούν από όλες τις βαθμίδες της ελληνικής εκπαίδευσης του 19ου αι.(Ό.π., σσ.31-32) Η «μαθητευόμενη» ελληνική κλασική φιλολογία ήταν άμεσα εξαρτημένη από τους Ευρωπαίους, γιατί στην Ελλάδα δεν υπήρχαν οι υποδομές, αλλά και γιατί οι άνθρωποι που θα την στελέχωναν δε διέθεταν γνώσεις αντίστοιχες των φιλελλήνων. (Ό.π., σσ.34-35)
Ωστόσο, ο J.P.Fallmerayer και η θεωρία του, που αμφισβητούσε ευθαρσώς την καταγωγή των νεοελλήνων από τους αρχαίους Έλληνες, αφύπνισε τους Έλληνες επιστήμονες. Ο Κ.Παπαρρηγόπουλος τον αντιμετώπισε με την ιστοριογραφία, ο Ν.Πολίτης με τη λαογραφία και ο Γ.Χατζιδάκης με τη γλωσσολογία.(Χρυσός κ.α., 1996, σ.36)
Η γερμανική διανόηση του 19ου αι. τοποθέτησε τον ελληνικό πολιτισμό στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου και τον χρησιμοποίησε σαν υπόδειγμα για να χτίσει το έθνος της. Οι Έλληνες επιστήμονες αποκόμισαν πολλές γνώσεις από τους Γερμανούς συναδέλφους τους, κερδίζοντας αρκετό από το χαμένο χρόνο που τους «έκλεψε» η σκλαβιά, ώστε να κατακτήσουν κάποτε το επίπεδο των αρχαίων Ελλήνων.
4. ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ.
Οι συνθήκες διαβίωσης του σύγχρονου ανθρώπου έχουν βελτιωθεί αισθητά τις τελευταίες δεκαετίες αλλά το στρες σε συνδυασμό με τις πιεστικές συνθήκες ζωής οδηγούν στην ανάγκη για ψυχαγωγία και ταξίδια. Κάθε χώρα μπορεί να εκμεταλλευτεί αυτή τη συγκυρία προς όφελός της προσελκύοντας τουρίστες από το εξωτερικό ή το εσωτερικό.
Η πολιτιστική κληρονομιά ενός τόπου παράγει οικονομικά και πολιτιστικά οφέλη. Είναι επιτακτική ανάγκη η χάραξη μιας εθνικής πολιτικής του πολιτισμού, ώστε να πετύχουμε αποτελεσματικότερη συμμετοχή των πολιτών στην παραγωγή υπηρεσιών.(Βερνίκος, 2005, σσ.25-26) Η τεχνολογία είναι μια ανερχόμενη δύναμη, που έχει εισέρθει και στον τομέα του πολιτισμού. Με την παραγωγή εκπαιδευτικών και ψυχαγωγικών παιχνιδιών, γίνεται μηχανή προβολής του πολιτισμού και σημαντικός πόρος εσόδων. Θετικό στοιχείο είναι η ένταξη στον χώρο του πολιτισμού άλλων τομέων όπως π.χ. το περιβάλλον, οι χώροι λατρείας κτλ.(Ό.π., σ.27)
Τα υλικά κατάλοιπα του πολιτισμού βρίσκονται συνήθως εκτεθειμένα σε δημόσια μουσεία με σκοπό να «καταναλωθούν» από το κοινό. Οπότε, μπορούν να γίνουν αντικείμενα πολιτιστικής και οικονομικής εκμετάλλευσης.(Μπούνια, 2005, σ.45) Μετά το 1980 οι «πολιτισμικές βιομηχανίες» έφεραν θετικά αποτελέσματα στην ανάπτυξη πολλών περιοχών, με την αρχιτεκτονική διαμόρφωσή τους. Αξιοποιήθηκαν περιοχές που θεωρούνταν αναξιοποίητες και αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα και παρακμή.
Το χτίσιμο ενός μουσείου φέρνει οικονομική και αισθητική ανάπτυξη σε έναν τόπο. Δημιουργούνται θέσεις εργασίας που εξασφαλίζουν την ευημερία των πολιτών, γίνονται επενδύσεις ακόμη και από το εξωτερικό κ.ο.κ. Με τους κατάλληλους χειρισμούς της πολιτιστικής κληρονομιάς η περιοχή μπορεί να γνωρίσει τουριστική άνθιση, καθώς οι επισκέπτες κατά την παραμονή τους διαθέτουν κάποια ποσά για τη διασκέδασή τους, για αναμνηστικά δώρα κτλ.(Ό.π., σ.49)
Τα σύγχρονα «κτίρια – υπογραφές», έργα γνωστών αρχιτεκτόνων, λειτουργούν συνήθως ως μουσεία. Είναι εντυπωσιακά κτίρια, μοναδικής αρχιτεκτονικής και γίνονται τα σύγχρονα σύμβολα των πόλεων. Συμβάλλουν στη διεθνή προβολή της πόλης που βρίσκονται και οι τουρίστες σπεύδουν να το θαυμάσουν ή να το μελετήσουν από κοντά.(Ό.π., σσ.49-50) Οι οικονομικές για τον τόπο είναι ανεκτίμητες και η απόσβεση των εξόδων του έργου μπορεί να επιτευχθεί σε μικρό χρονικό διάστημα. Η αγορά εισιτηρίων ή αντικειμένων από τα καταστήματα του μουσείου δεν είναι οι μόνες οικονομικές παράμετροι, αλλά επιπλέον αυξάνεται η αξία της γης και των ακινήτων.(Ό.π., σ.52)
Το κράτος δεν έχει τη δυνατότητα να παρέχει υπέρογκες χρηματοδοτήσεις, έτσι πολλά μουσεία στρέφονται στο μάρκετινγκ προκειμένου να επιβιώσουν και μετατρέπονται σε εκπαιδευτικούς και παράλληλα ψυχαγωγικούς χώρους. Οργανώνουν διάφορες δραστηριότητες με επίκεντρο τον πολιτισμό και προσελκύουν περισσότερους τουρίστες αυξάνοντας τα έσοδά τους.(Ό.π., σ52)
Ο τουρισμός παρέχει στην Ελλάδα σοβαρή οικονομική στήριξη. Συνετή κίνηση θα ήταν να μην επιδιώκουμε το εύκολο και γρήγορο κέρδος με τη μαζική προσέλευση τουριστών κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών για την απόλαυση του ήλιου και της θάλασσας. Μπορούμε να προσελκύσουμε μεγαλύτερο αριθμό τουριστών ολόκληρο το χρόνο αναπτύσσοντας τον πολιτιστικό τουρισμό, αλλά και τις άλλες μορφές τουρισμού. (Παυλογεωργάτος, 2005, σ.70)
5. ΕΠΙΛΟΓΟΣ.
Η αρχαιολογία καθημερινά φέρνει στο φως νέα ευρήματα. Τα μουσεία έχουν χρέος να τα προβάλλουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Πριν τον 19ο αι., οι ευρωπαίοι περιηγητές επισκέπτονταν την Ελλάδα για να θαυμάσουν τα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα των αρχαίων Ελλήνων. Σήμερα λίγοι είναι οι τουρίστες που έρχονται στη χώρα μας για τον ίδιο λόγο. Η πλειοψηφία απολαμβάνει τον ήλιο και τη θάλασσα με φόντο τα αρχαία μνημεία.
Ο τουρισμός θεωρείται ως η «βαριά βιομηχανία» της Ελλάδας και γνωρίζουμε ότι δεν έχουν άδικο. Αυτό που δεν ξέρουμε είναι αν οι πρόγονοί μας θα αποδέχονταν αυτού του είδους την εκμετάλλευση που αιώνες τώρα συντελείται.
6.ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• Βερνίκος, Ν., (2005), «Το διεθνές πλαίσιο για τις πολιτιστικές στατιστικές της UNESCO και οι κατηγορίες των πολιτιστικών δραστηριοτήτων», στο Βερνίκος, Ν., Δασκαλοπούλου, Σ.,Μπαντιμαρούδης, Φ., Μπούμπαρης, Ν., Παπαγεωργίου, Δ., (επιμ.), Πολιτιστικές βιομηχανίες. Διαδικασίες, υπηρεσίες και αγαθά, εκδ.Κριτική, Αθήνα, σελ.23-38
• Κακριδής, Φ.,(1996), «Η γερμανική διαχείριση της ελληνικής κληρονομιάς.», στο Χρυσός, Ε,(επιμ.)Ένας νέος κόσμος γεννιέται. Η εικόνα του ελληνικού πολιτισμού στη γερμανική επιστήμη κατά το 19ο αιώνα. Εκδ.Ακρίτας , Αθήνα, σελ.25-40
• Καραβιδόπουλος, Ι., (2009), Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, εκδ.Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη
• Καρπόζηλος, Α., (1996), «Ο Κάρολος Κρουμπάχερ και ο ελληνικός πολιτισμός», στο Χρυσός, Ε, (επίμ.) Ένας νέος κόσμος γεννιέται. Η εικόνα του ελληνικού πολιτισμού στη γερμανική επιστήμη κατά το 19ο αιώνα. Εκδ.Ακρίτας , Αθήνα, σελ.129-142
• Μπούνια, Α., (2005), «Τα μουσεία ως πολιτιστικές βιομηχανίες: θέματα και προβληματισμοί – μια προκαταρκτική συζήτηση», στο Βερνίκος, Ν., Δασκαλοπούλου, Σ., Μπαντιμαρούδης, Φ., Μπούμπαρης, Ν., Παπαγεωργίου, Δ., (επιμ.), Πολιτιστικές βιομηχανίες. Διαδικασίες, υπηρεσίες και αγαθά, εκδ.Κριτική, Αθήνα, σελ.39-58
• Παυλογεωργάτος, Α. & Κωστάντογλου, Μ., (2005), «Πολιτισμικός τουρισμός: η περίπτωση της Ελλάδας», στο Βερνίκος, Ν., Δασκαλοπούλου, Σ., Μπαντιμαρούδης, Φ., Μπούμπαρης, Ν., Παπαγεωργίου, Δ., (επιμ.), Πολιτιστικές βιομηχανίες. Διαδικασίες, υπηρεσίες και αγαθά, εκδ.Κριτική, Αθήνα, σελ.59-84
• Πολίτης, Α., (2008), Ρομαντικά χρόνια. Ιδεολογίες και νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, εκδ.Ε.Μ.Ν.Ε- Μνήμων, Αθήνα
• Χρήστου, Π., (2004), Ελληνική Πατρολογία, εκδ.Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη
• Χρυσός, Ε., Κακριδής, Φ., Funke, P., Καρπόζηλος, Α., Eideneir, H., Puchner, W. & Μερακλής, Μ.,(1996), «Novus incipit orbis: εισαγωγή στη θεματική του συνεδρίου», στο Χρυσός, Ε, (επίμ.) Ένας νέος κόσμος γεννιέται. Η εικόνα του ελληνικού πολιτισμού στη γερμανική επιστήμη κατά το 19ο αιώνα. Εκδ.Ακρίτας , Αθήνα, σελ.13-24,
• Dorandi, T., (2003), «Η παράδοση των κειμένων στην αρχαιότητα. Τα βιβλία.» μτφρ.Κοτζαμπάση, Σ., στο Heiz-Gunther Nesselrath (επ.), Εισαγωγή στην αρχαιογνωσία. Αρχαία Ελλάδα,(Τομ. Α’), εκδ.Παπαδήμα, Αθήνα, σελ.3-17
• Easterling, P.,E. & Knox, B.,M.,W.,(2000), Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας., μτφρ.Κονόμη, Ν., Κονόμη, Μ., Γρίμπα, Χρ.,εκδ.Παπαδήμα, Αθήνα
• Funke, P., (1996), «Η αρχαία Ελλάδα: ένα αποτυχημένο έθνος; Ζητήματα πρόσληψης και ερμηνείας της αρχαίας ελληνικής ιστορίας στη γερμανική ιστοριογραφία του 19ου αι.», στο Χρυσός, Ε, (επιμ.) Ένας νέος κόσμος γεννιέται. Η εικόνα του ελληνικού πολιτισμού στη γερμανική επιστήμη κατά το 19ο αιώνα. Εκδ.Ακρίτας , Αθήνα, σελ.83-106
• Hunger, H., (2003), «Η χειρόγραφη παράδοση στο Μεσαίωνα και τους πρώιμους νέους χρόνους. Παλαιογραφία.», μτφρ. Κοτζαμπάση, Σ.,στο Heiz-Gunther Nesselrath (επ.), Εισαγωγή στην αρχαιογνωσία. Αρχαία Ελλάδα,(Τομ. Α’), εκδ.Παπαδήμα, Αθήνα, σελ.18-47
• Goldhill, S., (2003), Ποιος χρειάζεται τους Έλληνες; Ποιος χρειάζεται τα ελληνικά; Μτφρ. Κουσουνέλος, Γ.,εκδ.Ενάλιος, Αθήνα
• Jaeger, G., (1987), Εισαγωγή στην κλασική φιλολογία, μτφρ.Ιακώβ, Δ., Πεχλιβάνος, Μ., εκδ.Παπαδήμα, Αθήνα
• Puncher, W., (1996), «Οι ιδεολογικές βάσεις της επιστημονικής ενασχόλησης με το λαϊκό πολιτισμό τον 19ο αι.», στο Χρυσός, Ε, (επιμ.) Ένας νέος κόσμος γεννιέται. Η εικόνα του ελληνικού πολιτισμού στη γερμανική επιστήμη κατά το 19ο αιώνα. Εκδ.Ακρίτας , Αθήνα, σελ. 247-268,
Vogt, (2003), «Η χειρόγραφη παράδοση στο Μεσαίωνα και τους πρώιμους νέους χρόνους. Παλαιογραφία.», μτφρ. Κοτζαμπάση, Σ.,στο Heiz-Gunther Nesselrath (επ.), Εισαγωγή στην αρχαιογνωσία. Αρχαία Ελλάδα,(Τομ. Α’), εκδ.Παπαδήμα, Αθήνα, σελ.122-129
• West, M., (1989), Κριτική των κειμένων και τεχνική των εκδόσεων, μτφρ.Παράσογλου, Γ., εκδ.Δαίδαλος, Αθήνα
• Wilson, N., (2003), «Η ελληνική φιλολογία στην αρχαιότητα», μτφρ.Αναστασίου, Ι., στο Heiz-Gunther Nesselrath(επιμ.), Εισαγωγή στην αρχαιογνωσία. Αρχαία Ελλάδα,(Τομ. Α’), εκδ.Παπαδήμα, Αθήνα, σελ.89-107
ΑΝΑΛΥΣΗ ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑΣ:
Ποιότητα ιδεών: 4/5
Δομή/ Παρουσίαση: 2/ 2.5
Γλώσσα: 1.5/ 1.5
Έρευνα: 1/ 1 (η καλύτερή μου!)
ΣΥΝΟΛΟ:8.5/ 10
Το πρώτο υποερώτημα έχει απαντηθεί σωστά αλλά έπρεπε να δώσω έμφαση στην ευρύτερη σημασία και το ρόλο του κλάδου της φιλολογίας. Το δεύτερο υποερώτημα έχει απαντηθεί πολύ καλά και με πολλά επιχειρήματα. Στο τελευταίο θα έπρεπε να βάλουμε τις δικές μας απόψεις(αλλά είχα πρόβλημα με το όριο των λέξεων) Γενικά η δομή και η γλώσσα της εργασίας είναι πολύ καλές και η έρευνα βοηθά στη βελτίωση της συνολικής εικόνας της εργασίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου